«ΣΚΠ»

                                                            «ΣΚΠ»

Θεωρῶ πώς εἶμαι σέ ἀποστρατεία, ὅτι δέν εἶναι πιά δική μου δουλειά νά ψάχνω πίσω ἀπό τίς σειρές τί προσωπίδα κρύβει ὁ ἕνας καί ὁ ἄλλος, τί τερτίπια μηχανεύεται γιά νά λογίζεται ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος, κριτικός. Λέω πώς ἄλλοι τώρα, νεότεροι, θά παιδεύονται νά διακρίνουν τήν ἦρα ἀπό τό σιτάρι. Ἔχω δυσαρεστήσει φίλους πού ζήτησαν τή γνώμη μου γιά βιβλία τους καί εἶπα πώς δέν καταγίνουμε πιά μέ τέτοιες δουλειές. Ὅμως τά βιβλία δέν σταματοῦν νά ἔρχονται. Τά φυλλομετράω, ρίχνω ματιές, ἀλλά σάν ἀπόστρατος τῆς συντεχνίας. Κάποτε ὡστόσο τήν παθαίνω: ἐκεῖ πού ξεφυλλίζω κάποιο νέο βιβλίο κάτι τυχαίνει νά μοῦ χαλάει τούς κύκλους. Σπάνια βέβαια, ἀλλά συμβαίνει. Ἀνοίγοντας π.χ. τή μικρή ποιητική συλλογή «ΣΚΠ» τῆς Χριστίνας Λιναρδάκη, ἔνιωσα νά κινεῖται κάτι μέσα μου, μιά παρόρμηση νά καταπιαστῶ μαζί της. Ἔτσι, διαψεύδοντας τόν ἑαυτό μου περί ἀποστρατείας, νά ᾿μαι πάλι ἐπί τό ἔργον. Γιατί, τί ἔχει ἡ συλλογή τῆς Λιναρδάκη; Ἔχει ἕνα θέμα πού εἶναι ἡ διάσταση (ἡ ἀπόσταση) ἀνάμεσα στό σῶμα καί στό πνεῦμα. Θέμα ἤ πρόβλημα ζωῆς, ὄχι θεωρητικό, ὄχι φιλοσοφικό, ἀλλά καθημερινό, πρακτικό καί καθόλου ἀνώδυνο. Κι ἔχει μετά τήν ἐκφραστική πραγμάτωσή του χωρίς μεγάλα λόγια, χωρίς δραματικές ἐξάρσεις, χωρίς ρητορικούς τόνους, ἀλλά μέ συγκεκριμένες ἐμπειρικές διαπιστώσεις. Μάλιστα μέ ἀπόλυτη εἰλικρίνεια καί μέ λόγο ἐκ βαθέων, λόγο εἰς ἑαυτόν, χωρίς νά στήνει φάτσα τόν ἀναγνώστη.

            Ἡ συλλογή χωρίζεται σέ δύο μέρη, τό πρῶτο ἐπιγράφεται «Ουλές» καί τό δεύτερο «Πληγές». Καί τά δύο μέρη μέ λίγα, λιγόστιχα, ποιήματα.

            Ἄς δοῦμε τώρα τί σημαίνει «συγκεκριμένες ἐμπειρικές διαπιστώσεις». Σημαίνει, ἄν δέν εἶναι αὐτονόητο, τό νά μένεις κοντά στά γεγονότα, ἀπό τήν πλευρά τῶν αἰσθήσεων, τῶν αἰσθημάτων, τῶν συναισθημάτων. Κι ἔπειτα σέ ὅ,τι συνεπάγονται αὐτά γιά τό ἐγώ, τήν ὅλη ὕπαρξη δηλαδή μέσα στόν κόσμο. Ἕνα σύντομο παράδειγμα ἀπό τίς «Οὐλές», τήν πρώτη ἑνότητα:

            Ἐπιτακτικότητα

               Θεέ μου, πόσο ἤθελα νά πάω τουαλέτα

               μά κρατιόμουν

               εἶχα ἀγκαλιά καί τό μωρό

               Θά πάω μόλις τό ἀφήσω στό κρεβάτι του

               σκεφτόμουν

               Δέν πρόφτασα

               Αὐτή ἦταν ἡ πρώτη φορά

Ἀκόμα ἕνα  παράδειγμα ἀπό τήν ἴδια ἑνότητα:

            Ἀκράτεια

               Περπατοῦσα στήν πόλη

               ἀλλόφρων ψάχνοντας γιά WC

               ὁδηγοῦσα κι ἔπρεπε ὁλοένα νά σταματῶ

               στήν ἄκρη τοῦ δρόμου -ὅπου κι ἄν ἤμουν

               ἔτυχε νά κατέβω ἀπ᾿ τό μετρό ἐπειδή βράχηκα

               κι ὅμως μοῦ πῆρε πάνω ἀπό πέντε χρόνια

               νά συνειδητοποιήσω πώς ἔχω πρόβλημα

               δέν ξέρω πόσα μέχρι νά τό δεχτῶ

Θά ποῦν κάποιοι, τό ἀκούω κιόλας, «εἶναι ποιήματα αὐτά; Τέτοιες σωματικές ἀνάγκες περάσαμε ὅλοι μας». Ναί πράγματι, περάσαμε ὅλοι μας, ἀλλά ὄχι ὅλοι μέ τόν ἴδιο παρονομαστή. Διότι ἐδῶ  ἔχουμε νά κάνουμε μέ δύο παραπάνω παράγοντες: τή διάσταση ἀνάμεσα στό σῶμα καί στό πνεῦμα καί τή διάσταση ἀνάμεσα στό φυσιολογικό καί στό παθολογικό. Ἐπανέρχομαι στά προηγούμενα. Στό πρῶτο ποίημα προέχουν οἱ αἰσθήσεις, ἐνῶ στό δεύτερο ἡ δυνητική προέκτασή τους στό χρόνο. Ὅτι ὡστόσο κάνει ἐντύπωση εἶναι ἡ ἀσυνήθιστη εἰλικρίνεια καί ἡ παραδοχή τῆς πραγματικότητας. Γιά νά φτάσει κανείς ὥς αὐτό τό σημεῖο χρειάζεται νά ἔχει ξεπεράσει, κάμποσες τουλάχιστο, ἀναστολές καί μακρόχρονες κοινωνικές ἔξεις. Ὁ δρόμος πρός τήν εἰλικρίνεια καί τήν παραδοχή εἶναι μοναχικός καί δύσκολος. Ἡ φράση «… μοῦ πῆρε πάνω ἀπό πέντε χρόνια / νά συνειδητοποιήσω πώς ἔχω πρόβλημα / δέν ξέρω πόσα μέχρι νά τό δεχτῶ», δείχνει πώς ἔχει προηγηθεῖ μιά διαδρομή, μιά δοκιμασία. Ἔτσι πού ὁ λόγος ν᾿ ἀποτελεῖ  δεῖγμα  σπάνιας αὐτογνωσίας καί ἐξίσου σπάνιας παρρησίας. Δέν πρόκειται γιά ἑτοιμολογία, ἀλλά γιά ὁρισμένη ἐσωτερική περιπέτεια πού καταλήγει σέ θετικό ἀποτέλεσμα. Αὐτό πού ἀναζητοῦμε ὅλοι, τό «σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό» τοῦ Κ. Καβάφη.

            Ἄς πᾶμε ἤδη στή δεύτερη ἑνότητα τῆς συλλογῆς τίς «Οὐλές», ἡ ὁποία ἔχει εὐρύτερο κύκλο ἀναφορῶν ἀπό τήν προηγούμενη. Μέ τήν ἔννοια ὅτι τό ποιητικό ἐγώ στρέφεται πρός τά παιδικά του χρόνια μέσα στήν οἰκογένειά του καί στίς μετέπειτα σχέσεις του. Ἀρχή μ᾿ ἕνα κείμενο:

            Ἡ περούκα

               Ὁ ὁδηγός

               φρέναρε ἀπότομα

               τρανταχτήκαμε ὅλοι

               Ἐσένα

               σοῦ ἔφυγε ἡ περούκα

               κι ἀποκαλύφθηκε

               ἕνα κρανίο γυμνό

               καταντράπηκες

               ἀπελπίστηκες

               ἐγώ τρόμαξα:

               ἤσουν στ᾿ ἀλήθεια ἐσύ;

               Ποῦ πῆγαν

               τά πυκνά μαλλιά σου;

               Στό μεταξύ ὁ καρκίνος σου κάλπαζε

               Ἤμουν ὀκτώ

            Ἡ περούκα συνδέει, θά ᾿λεγα, τήν πρώτη μέ τή δεύτερη ἑνότητα. Ἐννοῶ θεματικά καί ψυχικά. Σημειώνω μόνο τήν ἀντίδραση τοῦ μικροῦ παιδιοῦ: «ἐγώ τρόμαξα: / ἤσουν στ᾿ ἀλήθεια ἐσύ;». Ἕνα ἀκόμα ποίημα:

            Περίγελως

               Κάρβουνο καῖς;

               Μιά ἀπ᾿ τίς σπάνιες φορές

               πού γινόμουν περίγελος

               τῆς οἰκογένειας

               γιά τίς σωματικές μου ἐπιδόσεις

               Επειδή φοβόμουν νά κατέβω

               τήν ἀπότομη πλαγιά

               καί μοῦ ἔπαιρνε ὧρες

               Τί κι ἄν  ἤμουν ἡ καλύτερη μαθήτρια

               Ποτέ

               δέν μποροῦσα νά φτάσω τά ξαδέρφια μου

               πού ὄργωναν τίς πλαγιές

               ποδηλατοῦσαν μανιωδῶς

               καί πάντα κέρδιζαν στά μῆλα

               ἐνῶ εγώ

               κρυμμένη πίσω ἀπό ἕνα βιβλίο

               πάσκιζα διαρκῶς νά κρύψω

               πόσο ντρέπομαι.

Δέν μίλησα τόση ὥρα γιά τή λιτότητα τοῦ λόγου, γιά τήν ἔλλειψη πλεοναστικών  φράσεων, γιά τά μετρημένα λόγια πού χρησιμοποιοῦνται μέ τό σταγονόμετρο. Κάποτε μάλιστα ὑπερβολικά ἐλλειπτικά. Π.χ. «Ἤμουν ὀκτώ», χωρίς νά προσθέτει τό ‘χρονῶν’. Τά μετρημένα λόγια τά εἴδαμε πολύ καθαρά σέ ὅλα τά παραθέματα. Λιτότητα, βέβαια, σημαίνει ἀφαίρεση τῶν περιττῶν. Σημαίνει τό νά ξεφορτώνεσαι ὅ,τι μπορεῖ νά ἀφαιρεθεῖ, μέ σκοπό νά κερδίσει ἐκφραστικά αὐτό πού μένει. Ἕνα ζύγισμα δηλαδή ἀκρίβειας ἀπό τά πιό δύσκολα.

            Ἐκτός ἀπό τή λιτότητα τοῦ λόγου ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικό τῆς συλλογῆς εἶναι ἡ μηδενική ἔκφραση συναισθηματισμοῦ. Τά συναισθήματα, ὅπως καί οἱ σκέψεις, γίνονται αἰσθητά ἐδῶ μέ τήν ἕλξη τοῦ κενοῦ. Θέλω νά πῶ ὅτι ὁ λόγος ἐνῶ τά προϋποθέτει δέν τά κατονομάζει. Ἔτσι ὁ ἀναγνώστης τά νιώθει χωρίς νά διαβάζει τή ρητή ἐκφορά τους. Δέν εἶναι κάτι νέο τό να πῶ ὅτι συχνά οἱ ποιητές ὑποβάλλουν πράγματα χωρίς νά τά ἀναφέρουν καθαυτά. Γύρω ἀπό τούς στίχους αὑτῆς τῆς ποίησης ὑπάρχει μιά ἅλως, ἕνα ἁλώνι ἀπό ὑποδηλώσεις. Ἀπό αἰσθήματα  καί σκέψεις πού ὑποδηλώνονται χωρίς νά λέγονται.

            Πέρα ἀπό ὅλα αὐτά ἔχει σημασία νά προσέξουμε τήν ἀτμόσφαια μέσα στήν ὁποία κινεῖται τό ἐγώ. Ἀτμόσφαιρα ἔντασης καί σιγῆς. Κανένας θόρυβος δέν γίνεται αἰσθητός, ἐνῶ ἔχουμε περιβάλλον ἡσυχαστήριου. Ἡ περιουσία τοῦ ἐγώ εἶναι μνῆμες ἀπό λίγα πρόσωπα (μάνα, γιαγιά, ἀσθενεῖς, ξαδέρφια, καί κάποιοι ἄλλοι), ἡ πάθησή του καί ὁ ἀπολογισμός του. Ἡ ἔνταση αὐτῆς τῆς κατάστασης εἶναι τόσο αἰσθητή πού σοῦ ἐπιβάλλεται ὡς ἀναγνωστικός ὅρος. Θέλω νά πῶ ὅτι, καθώς διαβάζεις, ἐντείνεις τήν ἀκουστική σου εὐαισθησία. Ἐδῶ μέσα στό ἡσυχαστήριο λίγα συμβαίνουν, τέτοια πού νά συνθέτουν τό πρόσωπο τῆς μοναξιᾶς. Ἀπό τούς πρώτους στίχους πού διαβάζεις σέ κατέχει τό αἴσθημα τῆς μοναξιᾶς. Ἐφόσον τά ποιήματα γράφτηκαν καί δημοσιεύτηκαν προϋποθέτουν κάποιο ἀναγνωστικό κοινό. Μιά προϋπόθεση βέβαια γενική καί κατά συνθήκη. Στά ἴδια ὅμως τά ποιήματα ἔχουμε λόγο εἰς ἑαυτόν. Πουθενά δέν ἔχουμε ὑπαινιγμό πρός τόν ὑποθετικό ἀναγνώστη, Ὁ ἀναγνώστης ὡς συμπαραστάτης, ὡς ἀνταποκριτής, ὡς διπλανός, ὡς κειμενικά ὑπαρκτός, ἀπουσιάζει, Ἔτσι, θά ἔλεγα, πώς ἡ μοναξιά εἶναι κι ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἀνόθευτη. Πῶς βαστάει κανείς μιά τέτοια μοναξιά, ὁ τρόπος εἶναι, νομίζω, ἡ βαθιά αὐτογνωσία. Τό νά βρίσκεις τόν ἑαυτό σου καί νά τόν δέχεσαι.

            Τελειώνοντας, θά κλείσω μ᾿ ἕνα ἀκόμα ποίημα χωρίς σχόλια.

            Ἐγώ

            Μέ ὅλα

            ὅσα ἔχω περάσει

             θά ἔλεγε κανείς

            πώς θά φερόμουν καλά

            στόν ἑαυτό μου

            θά τόν πρόσεχα

            καί θά τόν φρόντιζα

            Μά ἐγώ βλέπω πώς

            τόν σπρώχνω στά ἄκρα

            τοῦ στερῶ ξεκούραση καί ὕπνο

            τόν καταδικάζω σέ μοναξιά

            τόν γεμίζω θλίψη

            Δέν τόν εὐχαρίστησα ποτέ

            γι᾿ αὐτό πού ἔγινα καί εἶμαι

            κι ἔτσι μέ κοιτάζει πάντα βουρκωμένος

            καί βουβός ἕνα μικρό παιδί

            ὀρφανεμένο

Χριστίνα Λιναρδάκη, ΣΚΠ,(Ἀκρωνύμιο τῆς Σκλήρυνσης Κατά Πλάκας), ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Ἐνάντια, Ἰανουάριος 2024.

ΥΓ. Ἴσως θεωρήσει κάποιος πώς ἡ πάθηση τῆς Λιναρδάκη τῆς χάρισε τήν ποίηση. Ἡ γνώμη μου εἶναι πώς χωρίς τή δωρεά καμιά πάθηση δέν σέ κάνει ποιητή.

                                                                                    Γιῶργος Ἀράγης

                                                                                    Πεδινή 17/6/2024

This entry was posted in Κριτική Δοκιμίων. Bookmark the permalink.