Γιά τήν ποίηση τοῦ Χρίστου Ρουμελιωτάκη

Ὁ Χρίστος Ρουμελιωτάκης ἔχει ἐκδώσει μέχρι σήμερα, στά 68 του χρόνια, δυό ποιητικές συλλογές. Τήν πρώτη, Κλειστή θάλασσα, Ἀθήνα 1979 καί τή δεύτερη, Ξένος εἰμί καί ἄλλα ποιήματα, Τυπωθήτω, Ἀθήνα 2002. Ἡ πρώτη περιέχει 31 ποιήματα καί ἡ δεύτερη 42, σύνολο 73. Σύν 3 πού δημοσίεψε στή Νέα Ἑστία (Ἰανουάριος 2004), γενικό σύνολο 76. Ἄν λάβουμε ὑπόψη μας ὅτι τά περισσότερα ἀπό τά ποιήματα αὐτά εἶναι ὀλιγόστιχα, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι βρισκόμαστε μπροστά σ᾿ἕναν ἐξαιρετικά ὀλιγογράφο ποιητή. Μολαταῦτα ὁ Ρουμελιωτάκης δέν εἶναι ὁ πλέον ὀλιγογράφος ποιητής ἀπό τούς συνομήλικους ποιητές τῆς σειρᾶς του -τῆς σειρᾶς τοῦ ᾿60. Πράγματι. Ὁ Π. Σωτηρίου ἔχει ἐκδόσει μόνο μία συλλογή, Ὡσάν ποιήματα, (Χειρόγραφα, Θεσσαλονίκη 1989) μέ 53 ποιήματα, ἐνῶ ὁ Νίκος Καρανικόλας μιά μικρή πλακέτα μέ 13 ποιήματα, (Θεσσαλονίκη 1963). Πέρα πάντως ἀπό τη σύγκριση αὐτή, ὁ Ρουμελιωτάκης παραμένει ἕνας ασυνήθιστα ὀλιγογράφος ποιητής. Ὅπως συμβαίνει ὅμως καί μέ ἄλλες περιπτώσεις ὀλιγογράφων ποιητῶν, τό ποιοτικό ἐκτόπισμα τοῦ ἔργου του εἶναι ἀντιστρόφως ἀνάλογο προς την ποσότητά του. Γιατί, τελικά, ὅ,τι μετράει ἀπό τή μεριά τοῦ ἀναγνώστη δέν εἶναι τό πόσες σελίδες ἑνός ἔργου ξεσκονίζει, ἀλλά τό τί ἀντίκτυπο συνεπάγονται μέσα του καί πόσο αὐτός ὁ ἀντίκτυπος ἐπιμένει στό πέρασμα τοῦ καιροῦ. Κι ὅλοι ξέρουμε ἀπό πείρα, εἶναι ἄλλωστε μαρτυρημένο, πώς ἀναλογική σχέση, ἀνάμεσα στήν ποσότητα τῶν σελίδων ἑνός ἔργου πού διαβάζουμε καί στόν ἐσωτερικό τους ἀντίκτυπο, δέν ὑπάρχει.

*

Ὁ ποιητής ἔζησε, ἀπό ὁρισμένη σκοπιά, τά γεγονότα τῆς μεταπολεμικῆς ἐποχῆς ἀπό πολύ κοντά. Γεννήθηκε τό 1938 σ᾿ ἔνα χωριό ἔξω ἀπό τό Ρέθυμνο. Σέ ἡλικία 7 χρόνων ἦρθε στήν Ἀθήνα (Νέα Ἰωνία), μαζί μέ τή μητέρα του καί τόν κατά δυό χρόνια μικρότερο ἀδερφό του, ὅπου βρισκόταν ὁ ἀνάπηρος ἀπό τόν ἀλβανικό πόλεμο πατέρας του. Ἔκτοτε ἡ οἰκογένεια ἐγκαταστάθηκε στήν Ἀθήνα καί δέν ἐπέστρεψε στήν Κρήτη. Ὄντας ὁ ποιητής δεκαετής, ἡ οἰκογένεια ἔμεινε πολλά χρόνια χωρίς τό πατρικό στήριγμα. (Ὁ πατέρας του, ἄν καί ἄφησε τό δεξί του χέρι στήν Ἀλβανία, ἐξορίστηκε σέ διάφορα νησιά ὡς ἀριστερός γιά 14 ὁλόκληρα χρόνια). Ἔτσι ὁ Χρίστος ἀναγκάστηκε νά κάνει, ὅσο οἱ δυνάμεις του τοῦ τό ἐπέτρεπαν, διάφορες δουλειές τοῦ ποδαριοῦ γιά τόν ἐπιούσιο. Ἕνας ἄλλος ποιητής τῆς γενιᾶς του μᾶς ἔδωσε μιά ἐναργή εἰκόνα γιά τήν θέση στήν ὁποία βρέθηκε τότε, καθώς καί γιά τή μεταγενέστερη πολιτεία του… Εἶναι τό κείμενο πού ἀντιγράφω ἀμέσως παρακάτω.

Ο ΑΜΑΛΑΚΙΣΤΟΣ
Χ.Ρ.
Ἐσύ δέν κάνεις γιά δῶ
εἶσαι ἀκόμη «ἀμαλάκιστος», τοῦ εἶπαν
καί τόν ἔδιωξαν.

Ἦταν δέν ἦταν ἕντεκα χρονῶ
καί πῶς νά τά ᾿βγαζε πέρα μέ τά θηρία τῆς λαχαναγορᾶς·
μά ποῦ νά ἤξεραν
τήν εὐδόκιμη μετ᾿ οὐ πολύ θητεία του
στό θανάσιμο γιά τά ἤθη ἐκείνου τοῦ καιροῦ ἁμάρτημα
-μιά ἱστορία ἐξίσου ὀδυνηρή
ἀλλά δέν εἶναι τοῦ παρόντος-

Θά ᾿βρισκε ἀλλοῦ δουλειά
θά χτυποῦσε ἄλλες πόρτες
τί ἄλλο τοῦ ἔμενε μέ τόν πατέρα του στίς ἐξορίες
καί τή μανούλα του ὁλημερίς στίς φάμπρικες.

Μοῦ ἀφηγήθηκε τό περιστατικό χρόνια μετά
ψημένος πιά γιά τά καλά μέ τίς δικές του ἐξορίες
τή δικηγορική καί τά κρυφά χαρτιά του,
διόλου τουτέστιν «ἀμαλάκιστος»!

Λευκόθριξ
γάστρων ὀλίγο λόγω τῆς οἰνοφλυγίας
μ᾿ ἕνα μπαλονάκι στήν καρδιά
στ᾿ ἄπατα πνιγμένος
ἀπό τή μαλακία τῆς λεγόμενης μεταπολίτευσης.

Ἡ ποιητική ἔκφραση καθιστᾶ περιττά τά δικά μου λόγια. Ὑστερότερα, μέ αλλη εὐκαιρία, θά χρησιμοποιήσω λίγα αὐτοβιογραφικά στοιχεῖα ἀπό δημοσιευμένο κείμενο τοῦ ἴδιου τοῦ Ρουμελιωτάκη.

*

Ἄν περάσουμε τώρα στό ποιητικό ἔργο του, παρατηροῦμε ὅτι παρουσιάζει τά κύρια γνωρίσματα πού συναντοῦμε στόν ποιητικό κορμό τῆς δεύτερης μεταπολεμικῆς γενιᾶς. Γιά τά γνωρίσματα αὐτά ἔχω μιλήσει στήν Εἰσαγωγή μου στήν ἀνθολογία Ἡ δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά. Θά χρειαστεῖ ὡστόσο νά γίνει σύντομη μνεία κι ἐδῶ, εἰδικά ὡς πρός τήν ποίηση τοῦ Ρουμελιωτάκη.
Λοιπόν. Ὑπάρχει πρῶτα μιά αἴσθηση ἐξωστρακισμοῦ. Τό νά νιώθει κανείς ξένος ἤ ἐξόριστος μέσα στόν τόπο του, τόσο μέ τήν κυριολεκτική ἔννοια, ὅσο καί μέ τή μεταφορική.
Μέ τήν κυριολεκτική ἔννοια, τήν ἔννοια τῆς ἐκτόπισης, τό συναντοῦμε σέ ἀρκετά ποιήματα. Παράδειγμα τό ποίημα «Μᾶς ἔφεραν δυό γλάρους».

Μᾶς ἔφεραν δυό γλάρους πληγωμένους
περπατοῦν ἀργά
κοιτάζουν τή θάλασσα
κοιτάζουν τά σύρματα
σταματοῦν
περιμένουν
μόνο πού δέν καπνίζουν
δέν περιμένουν γράμμα
καί τό πρωί δέν τούς μετροῦν
στό προσκλητήριο
Κλειστή θάλασσα

Εἶναι μιά πολύ σύντομη κι ἐξίσου συμπυκνωμένη ἀναφορά στίς μέρες τῆς ἐκτόπισης τοῦ ποιητῆ ἀπό τή Χούντα (Γυάρο – Παρθένι τῆς Λέρου).
Μέ τή μεταφορική ἔννοια, ὡς αἴσθηση ἑνός ἀνοίκειου περιβάλλοντος ἤ, ἀλλιῶς, ἑνὀς ἀνθρώπου πού αἰσθάνεται ξένος στή γενέθλια γῆ του, τό βρίσκουμε πληρέστερα ἐκφρασμένο στό ὁμώνυμο ποίημα τῆς δεύτερης συλλογῆς, «Ξένος εἰμί»:

Ξένος εἰμί καί μισθοφόρος –
κάθε φορά πού στή στροφή βλέπω τή θάλασσα
τό νιώθω.

Ὅλη τή μέρα πολεμῶ σέ ξένο τόπο
τά βράδια, κάτω ἀπό τό λύχνο,
καθώς μέ πιάνει ἡ νοσταλγία τῆς πατρίδας
συγγράφω τήν ἀνάβασή μου.

Ξένος εἰμί καί μισθοφόρος –
ἄν τή διαβάσετε νά εἶστε ἐπιεικεῖς,
στήν ἐποχή μου
δέν ὑπῆρχε ἄλλος τρόπος νά πεθάνεις.

Τό συναντοῦμε ἐπίσης, πάντα ὑπαινικτικά ἐκφρασμένο, ἐμβόλημα, μέσα στή στιχουργική ροή πολλῶν ἄλλων ποιημάτων. Σύμφωνα μ᾿ αὐτά θά ἔλεγα πώς ὁ ποιητής βρέθηκε ἀνάμεσα σ᾿ ἐκείνους πού, ὅπως ἔγραψε ἕνας ἄλλος ποιητής τῆς σειρᾶς του, «Σέ κάποια σελίδα της τούς εἶχε στήσει καρτέρι Ἡ Ἱστορία».
Ὑπάρχει, ἔπειτα, τό αἴσθημα τῆς στέρησης. Στέρηση πάλι ἀπό τά πιό στοιχειώδη ὥς τά πιό ψυχικά καί πνευματικά ἀναγκαία. Ἀπό τόν ἐπιούσιο καί τήν πατρική παρουσία, ὥς τήν ἐλευθερία τῆς πράξης καί τῆς ἔκφρασης. Μιά ἔλλειψη πού δυνητικά ἁπλώνεται πάνω σέ ὁτιδήποτε ἀφορᾶ τήν προσωπική ζωή τοῦ ποιητικοῦ ὑποκειμένου. Δέν περιορίζεται συνεπῶς μέσα σ᾿ ἕναν πρωτοβάθμιο, ἄς ποῦμε, χῶρο στέρησης, ἀλλά ἐκτείνεται πολύ πέρα ἀπ᾿ αὐτόν. Κι ἐκεῖ πού δέ θά τό περίμενε κανείς. Ἔτσι π.χ. βλέπουμε νά ἔρχεται στήν ἐπιφάνεια μέσα ἀπό μιά ἐρωτική στιγμή, ὅπως ὑποδηλώνεταιι στό ποίημα «Ἀπ᾿ τό παράθυρο», πού ἀντιγράφω ἀμέσως παρακάτω.

Ἀπ᾿ τό παράθυρο κατέβαινε τό δάσος
ὅμως ἤπιανε καφέ ἀπό τό ἴδιο φλυτζάνι
καπνίσανε ἀπό τό ἴδιο τσιγάρο
ἅπλωσε τά μαλλιά της στούς ὤμους της
καί τόν κοίταξε
τότε γιά πρώτη φορά κατάλαβε
τί θά πεῖ μιά γυναίκα δική σου
ἔστω καί γιά λίγην ὥρα
ἔστω καί μοιρασμένη μέ κάποιον ἄλλον.
Κλειστή θάλασσα

Ὑπάρχει ἐπίσης ἡ συναίσθηση τῆς χαμένης εὐκαιρίας. Σέ πολλά κείμενα γίνεται αἰσθητή ἡ προσμονή ὁρισμένης ἐξέλιξης πραγμάτων πού δέν συντελέστηκε. Κάτι πού ἐνδιάθετα ἀναμενόταν ἀλλά πού τελικά ἀκυρώθηκε. Κατά ἕνα τρόπο ἡ ποίηση τοῦ Ρουμελιωτάκη μᾶς δίνει τήν εἰκόνα ἑνός σταματημένου ἐργοτάξιου. Εἶναι σάν νά σταμάτησε κάποτε νά κινεῖται ὀ τροχός τῆς ἱστορίας καί νά ἔμειναν ὅλα σάν μιά χειρονομία μετέωρη ἤ σάν μιά ἀρχή χωρίς συνέχεια. Ἀπό αὐτή τή στασιμότητα, πού εἶναι καί μιά μορφή προσωπικῆς ἀπραξίας, πηγάζει ἕνας ἔντονος σκεπτικισμός. Μιά αἴσθηση σχεδόν ματαιότητας. Παράδειγμα τό σύντομο «Ὑστερόγραφο» τῆς πρώτης συλλογῆς:

Τώρα ὁ καθένας
ἄς ἁπλώσει τή δική του τή θάλασσα
ἄλλη θάλασσα ἄς μή περιμένει
τώρα ὁ καθένας
ἄς ἀνοίξει τούς δικούς του ἀσκούς
ἄλλος ἄνεμος δέ θά ὑπάρξει
καί πιά τί νά τίς κάνουμε τίς σάλπιγγες
τώρα πού ὁ πόλεμος τελείωσε

Ὑπάρχει ἀκόμα μιά τραυματική μνήμη ἀπό ἐνδοοικογενειακά καί ἐξωοικογενειακά συμβάντα. Ὅλα βέβαια σχετίζονται μέ τήν ἀνώμαλη μεταπολεμική περίοδο τοῦ τόπου. Γιά τά ἐνδοοικογενειακά εἴδαμε νωρίτερα τήν ποιητική ἀναφορά τοῦ Τάσου Γαλάτη. Τά ἐξωοικογενειακά ἀφοροῦν κυρίως πρόσωπα πού προδόθηκαν ἀπό τίς ἱστορικές περιστάσεις καί πλήρωσαν βαρύ τίμημα. Μιά σαφή ἰδέα παίρνουμε ἀπό τό ποίημα «Δρόμοι τῆς μνήμης».

Δρόμοι τῆς παγωμένης μνήμης
μιλῆστε μου ἀπόψε γιά τό Νίκο Πάιρα
καί τή ζωή του·
γιατί πολέμισε, γιατί νικήθηκε.

Κάποια στιγμή εἶναι στό ἀναρρωτήριο,
ὕστερα χάνεται.

Καί γιά τό Γιάννη Πέτσα,
ἐτῶν πενήντα,
πού σέρνεται στά καφενεῖα τῆς Βέροιας,
λαχειοπώλης,
μέ μιά ταυτότητα πρωτοετοῦς τῆς Νομικῆς,
κιτρινισμένη.

Καί γιά τούς ἄλλους,
αὐτούς πού ἔρχονται μόνο τή νύχτα·
γιατί πολέμησαν, γιατί νικήθηκαν.

Κι ἐγώ πού δέν πολέμησα, ποιός εἶμαι
καί τί ζητῶ σ᾿ αὐτή τή ραψωδία τῶν νικημένων.
Ξένος εἰμί

Ὁ ποιητής χρησιμοποιεῖ ἐπίσης ὁρισμένα ἱστορικά ἤ μυθολογικά πρόσωπα («Ὀρέστης», «Μόνο ὁ Ὀρέστης», «Σαίν Ζύστ», «Σαρλότ Κορνταί») γιά νά ἀναφερθεῖ σέ περιπτώσεις ἀτόμων πού βρέθηκαν κάποια στιγμή στά «δόντια τῆς μυλόπετρας». Μέ στόχο βέβαια νά σημάνει, ἔμμεσα ἤ ἀναλογικά, παροντικά δεδομένα.
Ἔχουμε τέλος ἕνα αἴσθημα ἀδιεξόδου. Διαφορετικά θά ἔλεγα πώς λείπει ἡ πίστη σ᾿ ἕνα βασικό στόχο. Κάτι κεφαλαιῶδες γιά νά ζήσει κανείς καί νά δώσει νόημα στίς πράξεις του. Κι ἐδῶ, σύμφωνα μέ τά κείμενα, βασικός στόχος δέν ὑπάρχει. Τό πνεῦμα πού διέπει γενικά τή συγκεκριμένη ποίηση εἶναι πνεῦμα ἰδεολογικοῦ ἀδιεξόδου, μέ τή διαφορά ὅτι δίνεται κατεξοχήν ὡς ὑπαρξιακό ἰσοδύναμο. Πουθενά δέν γίνεται εὐθέως λὀγος γιά ἰδεολογικό κενό, γίνεται ὡστόσο αἰσθητό μέσα ἀπό πράξεις πού ἀγγίζουν βαθιές πτυχές τοῦ προσωπικοῦ εἶναι. Πρόκειται γιά ἕνα ὑπόγειο ρεῦμα πού ἀγγίζει τά περισότερα, ἄν ὄχι ὅλα, τά κείμενα τῶν δύο συλλογῶν. Εἶναι κάτι πού τό ψυχανεμίζεται κανείς κι ἐκεῖ πού θά ᾿λεγε πώς ἀπουσιάζει ἐντελῶς. Γιά τήν ὥρα ἕνα μικρό δεῖγμα μέ τό ποίημα «Καί πῶς νά ζήσεις».

Ὅλη τή μέρα δέν κάνω τίποτα
τά βράδια κοιμᾶμαι νωρίς
καί τό πρωί ξυπνάω κατάκοπος·
καί πῶς νά ζήσεις,
καί πῶς νά πεθάνεις
διαβάζοντας κυριακάτικες ἐφημερίδες,
νοικοκύρης,
σ᾿ ἕνα σπίτι μ᾿ αὐλή καί πηγάδι
εἴκοσι χρόνια μετά τά τριαντατρία σου.
Ξένος εἰμί

Ὑπάρχουν ἄραγε θετικές ἀντιδράσεις ἀπέναντι στά παραπάνω; Ἴσως μποροῦμε νά μιλήσουμε γιά τέτοιες ἀντιδράσεις σέ δυό περιπτώσεις.
Ἡ πρώτη ἔχει νά κάνει μέ τίς διάφορες εὐφρόσυνες ἐρωτικές ἐμπειρίες. Ἐμπειρίες πού, καθώς συντελοῦνται στά πλαίσια στερητικῶν καταστάσεων συνήθως, βιώνονται μέ ἀσυνήθιστη ἔνταση. Εἶναι, θά ἔλεγε κανείς, μικρές διαφυγές ἀπό τό γενικότερο κλίμα ἀθυμίας καί σκεπτικισμοῦ πού συνέχει τό ποιητικό ἐγώ. Σωστικές στιγμές, ἀντίδωρα ζωῆς, ἀλλά τόσο μόνο, μιά καί δέν ἀναπληρώνουν ἄλλα ἐξωερωτικά ζητούμενα. Ἔστω ὅμως κι ἔτσι δέν παύουν ν᾿ ἀποτελοῦν θετικές ἐξαιρέσεις.
Ἡ δεύτερη περίπτωση ἀφορᾶ ἱστορικά παραδείγματα, ψυχικοῦ σθένους καί ἠθικῆς συνέπειας, ἀνθρώπων πού βρέθηκαν στήν κόψη τοῦ ξυραφιοῦ. Ἀνθρώπων πού, μένοντας πιστοί στίς πεποιθήσεις τους, ἔφτασαν ὥς τό χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ χωρίς νά καμφθοῦν, ἐπέμεναν καί τελικά βγῆκαν ἀπό τή δοκιμασία κερδισμένοι. Ὁ ποιητής δέν μένει στή βιογραφία τους, τό σημεῖο πού τόν ἐνδιαφέρει εἶναι ἀκριβῶς ἡ κορυφαία στιγμή τῆς δοκιμασίας τους. Αὐτή πού, μεταξύ ἄλλων, μπορεῖ νά διακαιώνει ὑπαρξιακά μιά ὁλόκληρη ζωή. Ὅταν ὅμως φτάνεις νά ἐκφράζεις ἕνα τέτοιο γεγονός εἶναι ἑπόμενο νά ἔρχεσαι πολύ κοντά στό βίωμα τοῦ ἥρωά σου. Καί μᾶλλον νά τό ζεῖς ἐπιθυμητά. Φαντάζεται λοιπόν κανείς τόν ποιητή νά δίνει μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο ἔδαφος σέ δικές του διαθέσεις. Νά τείνει ἐκφραστικά πρός ὅ,τι θά μποροῦσε νά ἦταν πράξη του κάτω ἀπό ἱστορικές συνθῆκες διαφορετικές ἀπό ἐκεῖνες στίς ὁποῖες βρέθηκε ὁ ἴδιος. Οἱ συνθῆκες στίς ὁποῖες ἔζησε ὁ ποιητής δέν ἦταν βέβαια εὐνοϊκές γιά δοκιμασίες πάνω στίς ἐπάλξεις. Γιά δράση, ὅπου ἡ ἠθική στάση καί τό ἄκαμπτο ψυχικό σθένος δικαιώνονται. Βέβαια τό ἐκφραστικό ἀποτέλεσμαι στή περίπτωση αὐτή εἶνα διπλά ἐνδεικτικό: ἀπό τό ἕνα μέρος προϋποθέτει τούς ἀρνητικούς ὅρους τῆς ἐποχῆς τοῦ ποιητῆ, ἐνῶ ἀπό τ᾿ ἄλλο μέρος δείχνει τίς θετικές ἀντιδράσεις τοῦ ποιητικοῦ ὑποκειμένου. Ἐδῶ φυσικά ἀναφέρομαι στό δεύτερο σκέλος. Καί γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές παραθέτω ἕνα ἀπό τά καλύτερα ποιήματα πού ἔχει γράψει ὁ Ρουμελιωτάκης. Τό «Βαρούτην χανόμεθα».

Κάπου βαθιά ὑπάρχουν στό μυαλό μου
ὁ βίος καί τά κατορθώματα
τοῦ Ἀρχηγοῦ Λυκούργου Λογοθέτη,
ὅπως συχνά τά χρόνια ἐκεῖνα
μοῦ τ᾿ ἀνιστοροῦσε
ὁ φίλος μου Ἀλέξης Σ.
ὁ ἐκ Σαρακηνῶν.

Ὅμως ἀπόψε δέν θ᾿ ἀναδιφήσω
τόν βίο καί τά κατορθώματά του –
ἄλλωστε αὐτά τά γράφει ἡ ἱστορία,
θά πῶ μονάχα καί μ᾿ αὐτό τελειώνω
μιά λεπτομέρεια πού κρίνω,
ὅτι μπορεῖ νά ρίξει στή ζωή μας
λίγο φῶς.

Ὁλοῦθε, λέει, τόν ἐζώναν οἱ ἐχθροί
κι οὔτε ψωμί οὔτε νερό
κι οἱ μέρες του
κι οἱ ὧρες του ἴσως μετρημένες.

Ἐδῶ ἄς ἀνοίξω μιά παρένθεση
νά πῶ, ὅτι στόν βίο μας
ἔρχεται κάποια μέρα
πού ἐπιβάλλεται νά πάρουμε ἀποφάσεις
κρίσιμες καί γιά μᾶς
καί γιά τούς ἄλλους πού σέ μᾶς προσβλέπουν –
τότε τά λόγια τά πολλά δέν ὠφελοῦν,
δυό λόγια μόνο, ἕνα κίνημα τῆς κεφαλῆς,
αὐτό ταιριάζει.

Δέν εἶχε ἡ ὥρα ἔλεος,
μέτρησε τούς δικούς του, τούς ἐχθρούς,
τήν κακοτράχαλη ἄνοιξη,
πῆρε μολύβι καί χαρτί καί χάραξε (τό μήνυμα)

Βαρούτην χανόμεθα

τίποτε ἄλλο.

Τήν ὥρα ἐκείνη τόν φαντάζομαι,
νά γράφει καί νά ὑπογράφει τή γραφή
καί σάν λιοντάρι ἡ ψυχή του νά βρυχᾶται
Βαρούτην χανόμεθα
τίποτε ἄλλο.

Βαρούτην, λοιπόν, Ἀδελφοί, Βαρούτην
καί τό Μέγα Ἔλεος.
Ξένος εἰμί

***

Εἶπα νωρίτερα πώς στά κείμενα τῶν δύο συλλογῶν ὑπάρχει ἰδεολογικό ἀδιέξοδο, πού δίνεται ὅμως κατεξοχήν ὡς ὑπαρξιακό ἰσοδύναμο. Πρόκειται ἴσως γιά τήν σπουδαιότερη ἀρετή αὐτῆς τῆς ποίησης, πού διαφορετικά θά μποροῦσε νά πάρει τό δρόμο τῆς θεωρίας καί τοῦ διανοουμενισμοῦ. Ὅμως ὁ ποιητής μένει κοντά στά ἐμπειρικά δεδομένα. Κι εἶναι ἀλήθεια πώς τά γραφτά του προέρχονται ἀπό τήν πλούσια ἐμπειρική του περιουσία. Μιά περιουσία πού, ὡς ψυχική καί πνευματική περιπέτεια, στάθηκε ζηλευτή, ἔστω κι ἄν δέν ὑπῆρξε καθόλου ἀνώδυνη. Δραματική, ἐπώδυνη κι ἐπικίνδυνη κάποτε, ὅμως ὅταν τό πέρασμα ἀπό αὐτό τό πουργατόριο βιώνεται χωρίς κρατούμενα καί ὑπεκφυγές, χωρίς νά χαρίζεται κανείς στόν ἑαυτό του, ἔχει πολλά νἀ κερδίσει. Ἔχει νά κερδίσει πρῶτα καί κύρια τόν ἑαυτό του. Κι ἔπειτα, ἄν εἶναι ποιητής, κάμποσο πολύτιμο ποιητικό μέταλλο. Μέ τό Ρουμελιωτάκη βρισκόμαστε μπροστά σέ μιά τέτοια περίπτωση. Πέρασε μέσα ἀπό δυσκολότατες καταστάσεις κρατώντας τόν ἑαυτό του ὄρθιο. Αὐτό μαρτυροῦν τά κείμενά του –τά κείμενα πού ἔχουν τόν τρόπο νά ξεσκεπάζουν τούς ὑποκρινόμενους. Πράγματι ὁ ποιητής, μέσα στήν ποιητική προσπάθεια, δέν κάνει γλυκά μάτια πρός καμιά πλευρά, δέν ναρκισσεύεται, δέν πέφτει σέ εὔκολους συναισθηματισμούς. Ἀντίθετα εἶναι εὐθύς καί θά ᾿λεγα ἄτεγκτος μέ τόν ἑαυτό του. Αὐτό φαίνεται ἀπό τό γενικό πνεῦμα τῶν κειμένων του. Θά ἄξιζε ὅμως νά δοῦμε ἐδῶ ἕνα εἰδικότερο δεῖγμα τῆς ἐλεγχόμενης ἠθικῆς του. Ἐννοῶ τό ποίημα πού ἐπιγράφεται «Ἐνύπνιον ᾿88».

Ἦρθε ὁ πατέρας μου τή νύχτα
καί μέ φώναξε·
μαθαίνω πράγματα, μοῦ λέει,
καί φοβοῦμαι,
νά πληρώσεις τό νοίκι σου καί τά κοινόχρηστα
καί τά ἄλλα,
ὅπως συμφώνησες.
Μά πατέρα, τοῦ λέω,
ἐδῶ δέν εἶναι τό σπίτι μου, εἶναι ἡ φυλακή,
δέν τό βλέπεις;
κι αὐτή δέν εἶναι ἠ βρύση πού στάζει,
εἶναι ἡ ζωή μου
πού στραγγίζει σταγόνα-σταγόνα.
Τό ξέρω, μοῦ λέει,
ἀλλά καί σύ τό ἤξερες καί ὑπόγραψες
καί τώρα ὀφείλεις νά πληρώσεις,
ὅπως ὅλοι μας.
Ξένος εἰμί

Στό ποίημα ὑφέρπει μιά ἰδέα φιλοπαιγμωσύνης, ἀλλά τό βάρος πέφτει στό χρέος τῆς ἠθικῆς συνέπειας. Αὐτῆς τῆς συνέπειας πού φέρνει τήν ποίηση τοῦ Ρουμελιωτάκη κοντά στήν ποίηση τοῦ Ἀναγνωστάκη. Βασικό γνώρισμα καί στούς δυό ποιητές, ὅπως καί ὁ ἐμπειρικός χαρακτήρας τῶν γραφτῶν τους.
Γιά τόν ἐμπειρισμό τοῦ Ρουμελιωτάκη, μολονότι αὐτόδηλος γιά ὅποιον γνωρίζει τό ἔργο του, ἔχουμε ἕνα βοηθητικό γραφτό του σέ πεζό. Ἐπιγράφεται «Ἀποθῆκες ὑφάλων ὅπλων. Κλειστή-περίκλειστη θάλασσα»4 καί εἶναι αὐτοβιογραφικό, συνταγμένο σέ δεύτερο πρόσωπο. Ἐκεῖ διευκρινίζεται καί ὁ αἰνιγματικός τίτλος τῆς πρώτης συλλογῆς Κλειστή θάλασσα, μιά καί ἠ θάλασσα ἔχει τήν ἔννοια τῆς ἀνοιχτῆς ἔκτασης καί ὄχι τῆς κλειστῆς. Λοιπόν στό πεζό αὐτό ὁ ποιητής μιλάει, ἀνάμεσα σέ ἄλλα, γιά τήν τετράχρονη ἐκτόπιση καί φυλάκισή του σέ, «μιά ἀποθήκη ὑφάλων ὅπλων», στό Παρθένι τῆς Λέρου. Τά «ὕφαλα ὅπλα» ἦταν τά ὑποβρύχια πού ἔκρυβαν οἱ Ἰταλοί, πρίν ἀποδοθοῦν τά Δωδεκάνησα στήν Ἑλλάδα, στόν ὅρμο τοῦ Παρθενίου. «Ὁ ὅρμος τοῦ Παρθενίου ἦταν περίκλειστος καί ἔμοιαζε μέ λίμνη. Στήν εἴσοδο τοῦ ὅρμου ὑπῆρχε ἡ βραχονησίδα Ἀρχάγγελος, πού σάν πραγματικός ἀρχάγγελος τόν προστάτευε ἀπό τήν ἀνοιχτή θάλασσα. […]
»Γιά τόν Ἀλέξη Σεβαστάκη τά ᾿χεις πεῖ καί τά ᾿χεις γράψει πολλές φορές. Τά χειμωνιάτικα βράδια, ὅταν ὅλοι κλείνονταν στό θάλαμο ἤ συναθροίζονταν στήν τραπεζαρία, σύ ἔβγαινες στό προαύλιο μέ τίς σκιές τῶν εὐκαλύπτων. Ἦταν ἐκεῖ πού εἶχαν συναντηθεῖ τά βήματά σας. καί περπατούσατε μαζί. Ἐκεῖ λοιπόν, σοῦ ἔλεγε γιά τά παιδιά του καί τήν «Κυρία Καίτη», τή γυναίκα του, πού τούς εἶχε ἀφήσει μόνους, χωρίς κανένα πόρο, ἐκεῖ στά Καρλοβάσια. Καί γιά τό δίκαιο τῆς Σάμου, τούς καρμανιόλους καί τόν Λυκούργο Λογοθέτη, ὁ ὁποῖος, ὅταν κάποτε εἶχε βρεθεῖ πολιορκημένος ἀπό τούς Τούρκους, εἶχε ἐκπέμψει τό μήνυμα «Βαρούτην-Χανόμεθα», ἐπιταγή πρός τούς συντρόφους του καί ἐν ταυτῶ κραυγή ἀπελπισίας. Μερικές φορές, λοιπόν, ἐκεῖ πού περπατούσαμε σιωπηλοί -καί ἦταν τό σύνηθες- ἔβαζε τό χέρι στόν ὦμο σου, ἐσταματοῦσε καί ἐβρυχᾶτο: «Βαρούτην-Χανόμεθα»».
Τά δυό ἀποσπάσματα δείχνουν ὅτι κι ὅταν τά ποιήματα δέν ὁμολογοῦν τά ἴδια τήν ἐμπειρική ἀφετηρία τους αὐτή ὐπάρχει. Ἄς σημειωθεῖ μάλιστα πώς τό δεύτερο ἀπόσπασμα μαρτυράει ἀπό ποιά ψυχική ἔνταση ἀνασύρθηκε. Γιατί, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν βαρύτητα τῆς στιγμῆς πού ἐκφωνήθηκε τό «Βαρούτην-Χανόμεθα» ἀπό τόν Λυκοῦργο Λογοθέτη, ἔχει σημασία τό πῶς τό οἰκειποιήθηκε ὁ ποιητής σ᾿ ἕνα προαύλιο φυλακῆς. Τό «Βαρούτην-Χανόμεθα» δέν χάνει τήν ἀξία του ὅταν ἀκούει κανείς τήν ἱστορία του καθισμένος σέ ἀναπαυτική πολυθρόνα, πίνοντας κάτι οἰνοπνευματῶδες, καπνίζοντας καί τραγανίζοντας ξηρούς καρπούς. Σίγουρα ὄχι. Ὅμως κάτι διαφέρει ὅταν μαθαίνεις τήν ἱστορία του ἀπό ἕνα συνεκτοπισμένο σύντροφο, σ᾿ ἕνα προαύλιο φυλακῆς, τά κρύα χειμωνιάτικα βράδια κ.λπ., ὅπως στήν περίπτωση τοῦ Ρουμελιωτάκη.
Σχετικά μέ τά παραπάνω εἶναι ἐπίσης τά ποιήματα ἐκεῖνα πού συνδέονται μέ διαβάσματα τοῦ ποιητῆ. Ἐννοῶ τά ποιήματα πού προϋποθέτουν ἀνάγνωση ἤ μελέτη κειμένων, ἰδίως λογοτεχνικῶν καί ἱστορικῶν. Ἔτσι βλέπουμε νά γίνονται σ᾿ αὐτά ἀναφορές σέ ἔργα καί ὀνόματα ὅπως: Ἆσμα Ἀσμάτων, Βάρναλη, Γκόρπα, Δάντη, Σαίν Ζύστ, Ἱστορία Θουκυδίδου, Κύρου Ἀνάβασιν, Σαρλότ Κορνταί, Λωτρέκ, Ὀρλώφ, Παπαδιαμάντη, Ρόζα Λούξεμπουρκ, Γεώργιο Φραντζή κ.ἄ. Ὅμως καί τά ποιήματα αὐτά δέν εἶναι προϊόντα ἐργαστηρίου, οὔτε ἔχουν ἐγκεφαλικό χαρακτήρα. Ἀντίθετα πηγάζουν πάντα ἀπό βαθύ ἐμπειρικό μεταλλεῖο. Παράδειγμα τό ποίημα «Τά ὀρλωφικά», πού θά μποροῦσα νά τό χρησιμοποιήσω ὡς παράδειγμα καί σέ προηγούμενες ἐπισημάνσεις.

Ζωή κι αὐτή
ν᾿ ἀλλάζεις κάθε μέρα ὄνομα,
νά κουβαλᾶς πλαστές ταυτότητες καί διαβατήρια
καί γιά ποιό λόγο.

πότε πλανόδιος μουσικός
πότε νοτάριος ἤ κατζιλιέρης
καί γιά ποιό λόγο.

Γυρίζουν ὅλα πάλι στό μυαλό σου,
οἱ δρόμοι, ἡ προφητεία,
οἱ κατακόμβες,

τά χρόνια πρίν ἀπ᾿ τούς Ὀρλώφ,
χλωρά, μοσχοβολοῦντα διά παντός,
ὅταν πού ὑπῆρχε λόγος.

Ἀναφορικά μέ τήν προσγειωμένη ὅραση τοῦ ποιητῆ στά πράγματα δέν νομίζω πώς χρειάζεται νά ἐπιμείνω περισσότερο. Βέβαια, ὅπως συμβαίνει πάντα μέ τούς ποιητές, πρίν ἀπό τήν ὡριμότητα προηγεῖται τό στάδιο τῆς μαθητείας, ὅπου τό ἐμπράγματο στοιχεῖο κατά κανόνα ὑστερεῖ. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή θά ἔλεγα πώς τά ἀρχικά κείμενα τῆς πρώτης συλλογῆς, τά πρῶτα τέσσερα λ.χ., εἶναι κάπως ἀβαρῆ. Εἶναι κείμενα μαθητείας, στά ὁποῖα προέχει ἡ ἐπινόηση τοῦ ποιητικοῦ ἀντικειμένου -ὄχι συνεπῶς τό βιωματικό τους ἕρμα.

Ὁ λόγος στήν περίπτωση τοῦ Ρουμελιωτάκη ἔχει νά σηκώσει τό φορτίο πού συνάγεται ἀπό τά προηγούμενα. Κι εἶναι ἀλήθεια πώς μοιάζει νά πιέζεται γιά νά σηκώσει αὐτό τό βάρος. Γι᾿ αὐτό, ὅταν διαβάζει κανείς τά ποιήματα τῶν δύο συλλογῶν, τά βρίσκει ἰδιαίτερα συμπυκνωμένα. Σάν νά θέλουν νά σημάνουν κι αὐτά πού ὁ ποιητής θέλησε νά ἀφήσει στή σιωπή. Πράγματι ὁ λόγος, ἄν καί ἐναργής, εἶναι ἐξαιρετικά ὑποδηλωτικός. Μέ τήν ἔννοια ὅτι ὑποδηλώνει ἕνα μεγάλο ἀπόθεμα διαθέσιμου ὑλικοῦ ἀπό τό ὁποῖο ἀντλοῦνται αὐτές οἱ νησίδες-ποιήματα. Λίγα λένε τά ποιήματα, ἀλλά πολλά ἀφήνουν νά ἐννοηθοῦν. Σίγουρα μέ τό ὑλικό τοῦ Ρουμελιωτάκη ἕνας ἄλλος ποιητής, ὄχι ἀπαραίτητα φλύαρος, θά εἶχε γράψει πολύ περισσότερα. Λιτότητα λοιπόν καί συμπύκνωση εἶναι τά χρακτηριστικά τοῦ λόγου στή συγκεκριμένη ποίηση.
Λιτότητα πού κάποτε θυμίζει τή λιγόλεξη τεχνική τῶν χάι-κάι, ὅπως π.χ. συμβαίνει στό ποίημα «Σάν τή βροχή»:

Σάν τή βροχή πέφτω μέσα σου
ποτάμι ἀγαπημένο
ποιός θά μπορέσει νά μᾶς χωρίσει
Κλειστή θάλασσα

Ἀποτέλεσμα τῆς λιτῆς ἔκφρασης εἶναι τά πολλά λιγόστιχα ποιήματα πού ἔγραψε ὁ ποιητής. Σέ ἀρκετά μάλιστα ἀπό αὐτά χρειάζεται νά ᾿σαι προϊδεασμένος γιά νά πάρεις τόν ντορό τους. Παράδειγμα τό ποίημα «Γυρίζεις πάλι»:

Γυρίζεις πάλι
καί πίσω δέν ἔρχεσαι
καί Φυλάξου μοῦ λές
τούς εἶδα στό δάσος ν᾿ ἀνάβουν φωτιές
καί ὅλα χάνονται
Ξένος εἰμί

Αὐτός πού «γυρίζει πάλι», ὅπως συνάγεται ἀπό ἄλλα κείμενα, εἶναι ὁ πατέρας τοῦ ποιητῆ. Καί τό τούς «εἶδα στό δάσος», σχετίζεται, καθώς ὑποθέτω, μέ τή «μαύρη τρομοκρατία» τῆς μεταπολεμικῆς ἐποχῆς. Ἄλλοτε πάλι ὁ λιτός λόγος μόλις ἀφήνει νά φανεῖ ὁ εἰρωνικός στόχος του. Π.χ. τό ποίημα «Εσπέρα»:

Γυρίζει ὁ ἥλιος, χαμηλώνει ὁ οὐρανός,
τελειώνει ἡ μέρα·
τή Μαρία τήν ἀγαπῶ,
τά ἄλλο μποροῦσα νά περιμένω.
Ξένος εἰμί

Ὅπου βέβαια δέν ὑπονοεῖται ἐρωτική πληρότητα, ἀλλά ζωή χωρίς σκοπό, ὄνειρα, κι ἐλπίδες, «τό σταματημένο ἐργοτάξιο» πού ἔλεγα νωρίτερα σέ ἄλλο σημεῖο.
Ἡ οἰκονομία τοῦ λόγου ἀποτελεῖ βασικό γνώρισμα τῆς ποίησης αὐτῆς. Τό διαπιστώνεις ἀμέσως διαβάζοντας ἕνα ὁποιοδήποτε κείμενό της. Οἱ λέξεις πέφτουν, θά ᾿λεγε κανείς, στό χαρτί μέ πολλή φειδώ, ζυγισμένες μέ ἀκρίβεια. Καί μέ μέτρο τήν ἐκφραστική τους ἐπάρκεια, ἔτσι πού ἄν δέν εἶναι ἀπόλυτα λειτουργικές, ὡς πρός τόν ἐκφραστικό στόχο τοῦ ποιήματος, νά μένουν στό περιθώριο. Δέν ξέρω πῶς ἐργάζεται ὁ ποιητής. Ὁ λόγος του πάντως φανερώνει μιά ἀκραία μέριμνα γιά τό ἀπαραίτητο καί μιά ἀντίστοιχη φροντίδα γιά τόν ἐξοβελισμό τοῦ περιττοῦ. Αὐτή ἡ μέριμνά του γιά τὀ ἀπολύτως λεκτικά ἀπαραίτητο δέν εἶναι ἀσφαλῶς ἄσχετη μέ τή μικρή ἔκταση τοῦ ἔργου του.
Ἀπό τ᾿ ἄλλο μέρος, σέ στενή συνάφεια μέ τή λιτότητα τοῦ λόγου, ἔχουμε ἀντισταθμιστική κειμενική συμπύκνωση. Πυκνές ἀναφορές μέ λίγα λόγια. Εἶναι δύσκολο νά βρεῖς στήν ποίηση αὐτή λέξεις ἤ φράσεις μισοφορτισμένες, λέξεις ἤ φράσεις δηλαδή πού νά παραπέμπουν σέ ἰσχνά ἤ ὑπολειπόμενα σημαινόμενα. Ἀντίθετα ἔχουμε λεκτικά στοιχεῖα πού μοιάζουν βαρυφορτωμένα, σάν νά ξεπερνάει τό φορτίο τους τή χωρητικότητά τους. Ἐπιπλέον τό κάθε ποίημα, ὅπως γενικά συμβαίνει, πέρα ἀπό ὅ,τι δηλώνει σέ πρῶτο πλάνο, συνοδεύεται ἀπό μιά ὑποδηλωτική ἅλω. Στή συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται γιά ἕνα πλέγμα παραπομπῶν στά πεπραγμένα τῆς μεταπολεμικῆς ἐποχῆς, μέσα ἀπό τήν προσωπική ὅραση τοῦ ποιητικοῦ ὑποκειμένου. Ὅλα τά ποιήματα ὅλων τῶν ποιητῶν διαθέτουν ὑποδηλωτική ἅλω. Ἁπλῶς ἐδῶ, στήν ποίηση τοῦ Ρουμελιωτάκη, ἔχουμε μιά ὑποβλητική ἀμεσότητα πού δέν τή συναντοῦμε συχνά. Ἀναφορικά μέ τήν ὁλική πυκνότητα τοῦ λόγου (δηλωτική, ὑποδηλωτική), θά ἔλεγε κανείς, πώς στίς δυό συλλογές ἐπικρατεῖ ἡ τάση τῆς ὅσο τό δυνατό μεγαλύτερης συμπίεσης τοῦ λεκτικοῦ ὑλικοῦ. Σέ βαθμό πού τό ἀποτέλεσμα νά φαίνεται κάποτε αἰνιγματικό ἤ σχεδόν. Παράδειγμα τό ποίημα «Ἐμᾶς τούς ἄλλους».

Ξημέρωμα τῆς Παραμονῆς
ἡ Μαρία, μέ τό αἷμα στό στόμα,
ἀνοίγει τήν πόρτα καί χάνεται στό χιονιά
ἐμᾶς τούς ἄλλους, μαύρη Μαρία,
θά μᾶς προλάβει ὁ καινούργιος χρόνος.
Ξένος εἰμί

Τό πεντάστιχο ἀναφέρεται σέ ὁρισμένο γεγονός, τό ὁποῖο ὅμως δέν τό περιγράφει. Ὁ ποιητής αἰσθάνεται γι᾿ αὐτό τήν ἀνάγκη νά κάνει στό τέλος τοῦ βιβλίου μιά ἐπεξηγηματική νύξη: «Ἐμᾶς τούς ἄλλους. Μαύρη Μαρία, ὅπως στόν Τάκη Σινόπουλο.» Τό γεγονός εἶναι ὁ θάνατος τῆς χήρας τοῦ Τάκη Σινόπουλου, Μαρίας, παραμονή πρωτοχρονιᾶς. Τό ὄνομά της ἀναφέρεται συχνά στά τελευταῖα γραφτά τοῦ Σινόπουλου. Γιά τόν ἀναγνώστη πού δέν γνωρίζει τά στοιχεῖα αὐτά, τό ποίημα δέν εἶναι πλήρως προσπελάσιμο. Ἐδῶ νομίζω ἡ συμπύκνωση ἔχει φτάσει στό ἀπροχώρητο. Εἶναι ὠστόσο ἐνδεικτική τῆς τάσης πού ἐπικρατεῖ στόν ποιητικό λόγο τοῦ Ρουμελιωτάκη. Πάντως σέ ἄλλες περιπτώσεις, ὅπως π.χ. στό ποίημα «Μᾶς ἔφεραν δυό γλάρους», μέ ἰσοδύναμη συμπύκνωση, ἡ ἀναγνωστική προσέγγιση εἶναι πλήρης.
Ἄς σημειωθεῖ ὅτι παρόλη τή φραστική πυκνότητα τῶν κειμένων ὁ λόγος κυλάει ἄνετα, χωρίς σημάδια ἀπό γλωσσικά σφιξίματα, στριψίματα, κόμπους κ.λπ. Χωρίς νά ἀφήνει κάν νά φανεῖ ἡ προεργασία πού ἔχει προηγηθεῖ. Ἴσως μάλιστα ἡ ἄνετη ροή τοῦ λόγου, κάτι πού γίνεται ἀμέσως αἰσθητό, νά μποροῦσε δημιουργησει τή λαθεμένη ἐντύπωση ὅτι ὀφείλεται σέ εὐκολία τοῦ ποιητῆ στό γράψιμο. Ὁ λιτός καί πυκνός ὡστόσο λόγος πολύ δύσκολα ἀποτελοῦν προϊόντα πρώτης γραφῆς. Πίσω ἀπό τήν «φυσική» γραφή τοῦ Ρουμελιωτάκη κρύβεται κάμποσος ἐκφραστικός ἱδρώτας. Ἁπλῶς τό ἀποτέλεσμα τῆς προσπάθειας, κι αὐτό ποιητικά τόν δικαιώνει, εἶναι ἐξαιρετικά θετικό.

Περιοδικό Μανδραγόρας, τεῦχος 40, 2009.

This entry was posted in Κριτική Ποίησης and tagged . Bookmark the permalink.