Ποιήματα χωρίς «ἐγώ» καί ποιήματα μέ «ἐγώ»

                    Ποιήματα χωρίς «ἐγώ»» καί ποιήματα μέ «ἐγώ»

                                                      Α

Αὐτό πού θέλω νά πῶ εἶναι πώς ἔχουμε ποιήματα στά ὁποῖα δέν προβάλλει  τό ποιητικό ὑποκείμενο. Ποιήματα πού τό ὑποκείμενο δέν ἀφήνει νά βγαίνει μέσα ἀπό τό ποίημα ἡ δική του ἐγωκεντρική βούληση. Σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση τό κείμενο ἔχει χαρακτῆρα κατεξοχήν «πληροφοριακό», μᾶς λέει περί τίνος πρόκειται, ἀναφέρόμενο σέ γεγονότα, σέ καταστάσεις, σέ αἰσθήματα… Μᾶς δίνει τά στοιχεῖα, πού χρειάζεται ὁ ἀναγνώστης γιά νά φτάσει, μέσα ἀπό τίς λέξεις, τίς φράσεις καί τίς στροφές, νά ἐπικοινωνήσει μέ τό κείμενο πού ἔχει μπροστά του. Ἐδῶ ὁ ποιητής ἀποτραβιέται στή σκιά κι ἀφήνει στή σκηνή μοναχά τό ἀποτέλεσμα τῆς δουλειᾶς του. Φαίνεται πώς ἡ ποίηση, ἄν τήν προσωποποιήσουμε, δέν ἐνδιαφέρεται γιά τόν ποιητή, ἀλλά γι᾿ αὐτό καθαυτό τό ἔργο του. Τό ἔργο του δηλαδή χωρίς τίς ὁποιεσδήποτε ἐξωποιητικές ἤ παρασιτικές παρουσίες. Οὔτε κἄν κι αὐτή τήν παρουσία τοῦ ποιητῆ. Καί, θά ᾿λεγα, πώς σ᾿ αὐτή τήν ἀξίωση ἡ ποίηση εἶναι ἀσυμβίβαστη. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ὁ ποιητής χρεώνεται μ᾿ ἕνα ἀσκητικό δέον, πού θά πεῖ ὅτι χρεώνεται νά ὑπηρετεῖ τήν τέχνη του μέ πλήρη ἀνιδιοτέλεια. Γιατί, ἀλήθεια, τό νά εἶναι κανείς φιλάρεσκος ἤ ἐγωκεντρικός, ἐνῶ εἶναι ἀνθρώπινο, μᾶλλον δέν εἶναι ποιητικά δεκτό. Ἄν θέλουμε τώρα νά δοῦμε τί προϋποθέτει αὐτή ἡ ἀσκητική χρέωση τοῦ ποιητῆ, παρατηροῦμε πώς δέν εἶναι κάτι τόσο ἁπλό. Διότι, γιά νά ἀπαρνηθεῖ κανείς τίς κοσμικές του τάσεις, τή φιλαυτία του, τήν ἐπιδεικτική του ἔφεση, τήν ἐγωπάθειά του, χρειάζεται νά ἔχει ξεπεράσει ἀπό πολλές πλευρές τόν ἑαυτό του. Νά ἔχει ἀρθεῖ πάνω ἀπό τίς προσωπικές ἀδυναμίες του. Νά ἔχει φτάσει νά ἔχει βυθομετρήσει τήν ἀσημαντότητα τῆς ζωῆς καί τή ματαιότητα τοῦ ἐγώ του. Σίγουρα δέν πρόκειται γιά θέμα νόησης, ἀλλά γιά μιά ὑπαρξιακή ὑπέρβαση, τό νά βλέπει κανείς ἀπό ἀπόσταση τόν ἑαυτό του. Νά βλέπει τό ἐγώ του μέσα στούς φυσικούς προσδιορισμούς τῆς ζωῆς, τή γέννηση, τήν τυχαιότητα, τή φθορά, τόν θάνατο. Ἐδῶ θά μποροῦσε νά γίνει λόγος γιά τήν ἀκραία στιγμή τῆς ἔκστασης. Ἀνώτερη ποιητική ἐμπειρία, σύμφωνα μέ τό Λ. Μπόρχες καί ὄχι μόνο μέ τόν Μπόρχες, εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς ἔκστασης.[1] Συνώνυμη τῆς ἔκστασης θεωρεῖται ἡ ἔννοια τῆς κατάνυξης. Ἡ στιγμή τῆς ἔκστασης ἤ τῆς κατάνυξης, ὅπου αἴρεται κανείς πάνω ἀπό τόν ἑαυτό του, εἶναι μιά στιγμή στήν ὁποία ἀπουσιάζει τό ἐγώ ὡς ἐγωκεντρική παρουσία. Μάλιστα κάθε βουλητικό ἐγώ συνιστᾶ παρείσακτο παράγοντα. Ἀπό τήν ὥρα πού ὁ ποιητής ξεπερνάει τόν κοινό ἑαυτό του, ἀναιρεῖ κάθε μορφή τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ του. Ἐννοεῖται πώς αὐτές οἱ σκέψεις δέν εἶναι ὑποχρεωτικά καί σκέψεις τῶν ποιητῶν. Οἱ ποιητές  δουλεύουν περισσότερο μέ τήν ἐνόρασή τους καί φτάνουν κατευθεῖαν στό ἀποτέλεσμά τους, χωρίς νά χρησιμοποιοῦν τήν τεθλασμένη τοῦ λογισμοῦ. Αὐτό ἄλλωστε πού ἔχει σημασία εἶναι τό ἀποτέλεσμα κι αὐτό μᾶς ἐπιτρέπει νά κάνουμε τίς σχετικές διακρίσεις. Ἐδῶ θά πρέπει νά πῶ ὅτι, μιλώντας γιά ποίηση χωρίς «ἐγώ», ἔχω στόν νοῦ μου τίς περιπτώσεις ἐκεῖνες τίς ὁποῖες ἀφορᾶ ἡ περίφημη «ἀπόσβεση τῆς προσωπικότητας». Αὐτήν πού ἐπισήμανε πρῶτος ὁ Ι. Πολυλᾶς[2] καί τήν ἐπανέλαβαν ἔκτοτε ὁ Κ. Παλαμᾶς,[3] ὁ Γ. Ἀποστολάκης,[4] ὁ Γ. Σεφέρης,[5] ὁ Ο. Ἐλύτης,[6] ὁ Τ. Σινόπουλος.[7]

           Ἄς δοῦμε ἤδη, πέρα ἀπό τή θεωρία, πῶς πραγματώνεται κάτι τέτοιο πρακτικά, μέσα στά ποιητικά  κείμενα. Ἕνα πρῶτο παράδειγμα ποίησης χωρίς «ἐγώ» ἤ, ἀλλιῶς, ποίηση ἀποστασιοποιημένου λόγου, συναντοῦμε στό ἐπίγραμμα τοῦ Δ. Σολωμοῦ «Ἡ καταστροφή τῶν Ψαρῶν». Ἄν καί  εἶναι πασίγνωστο, τό ἀντιγράφω γιά λόγους ἀμεσότητας:

                    Στῶν Ψαρῶν τήν ὁλόμαυρη ράχη

                    Περπατώντας ἡ Δόξα μονάχη

                    Μελετᾶ τά λαμπρά παλληκάρια

                    Καί στήν κόμη στεφάνι φορεῖ

                    Γεναμένο ἀπό λίγα χορτάρια

                    Πού εἶχαν μείνει στήν ἔρημη γῆ.

          Ἐλπίζω νά συμφωνοῦμε πώς δέν ξετρυπώνει ἀπό καμιά γωνία ἡ παρουσία τοῦ ποιητικοῦ ὑποκείμενου. Ἀντίθετα ἔχουμε μιά σαφή εἰκόνα σ᾿ ἕνα γεγονός. «Ψαρά, ὁλόμαυρη ράχη, Δόξα…» Τίποτε ἄλλο πέρα ἀπό τά στοιχεῖα πού συνθέτουν τή συγκεκριμένη εἰκόνα. Λές καί τό ποίημα γράφτηκε ἀπό ἀόρατο χέρι, ἀπό ἄγνωστο ἄτομο, ὅπως τά δημοτικά τραγούδια, πού δέν ξέρουμε τίνος συνθέσεις εἶναι. Τό ποίημα βέβαια δέν εἶναι ὀρφανό, κάπου πίσω του βρίσκεται ἡ ἔγνοια τοῦ δημιουργοῦ του, ἀλλά ὁ ἴδιος δέν ἀνεβαίνει στή σκηνή. Παραμένει ἀπαρατήρητος, κάπως σάν στίς μαγικές εἰκόνες.

          Ἄς πᾶμε τώρα, μετά τό σολωμικό, σ᾿ ἕνα δεύτερο δεῖγμα. Στό ποίημα τοῦ Κ. Παλαμᾶ «Ρόδου μοσκοβόλημα»:

                    Ἐφέτος ἄγρια μ᾿ ἔδειρεν ἡ βαρυχειμωνιά

                    πού μ᾿ πιασε χωρίς φωτιά καί μ᾿ ηὗρε χωρίς νιάτα,

                    κι ὥρα τήν ὥρα πρόσμενα νά σωριαστῶ βαριά

                    στή χιονισμένη στράτα.

                    Μά χτές καθώς μέ θάρρεψε τό γέλιο τοῦ Μαρτιοῦ

                    καί τράβηξα νά ξαναβρῶ τ᾿ ἀρχαῖα τά μονοπάτια,

                    στό πρῶτο μοσκοβόλημα ἑνός ρόδου μακρυνοῦ

                    μοῦ δάκρισαν τά μάτια.

          Τό ποίημα εἶναι διατυπωμένο σέ πρῶτο πρόσωπο καί χρειάζεται κάποιες ἐξηγήσεις. Πρῶτα πρῶτα ὅτι τό πρόσωπο πού μᾶς μιλάει δέν εἶναι τό πρόσωπο τοῦ Κ. Παλαμᾶ, ἀλλά κάποιου ὑποθετικοῦ ἀφηγητῆ. Ἀφηγητῆ πού δέν περνάει στό κάδρο, δέν βγαίνει μπροστά, δέν δείχνει πόζα. Ἁπλῶς μιλάει ὅσο χρειάζεται γιά νά ᾿χει συνοχή τό κείμενο. Κατά τά ἄλλα μένει διακριτικός, χωρίς ν᾿ ἀποτελεῖ μιά ἐπιτηδευμένη φιγούρα. Ἔπειτα, σημασία ἔχει ὅτι ὁ ὑποθετικός ἀφηγητής καλύπτεται ἀπό τά δεδομένα πού συνθέτουν μιά κατάσταση κι ἕνα γεγονός. (Γεράματα, κρύο, Μάρτης, ἔξοδος…) Ἀπό τά στοιχεῖα δηλαδή πού συνιστοῦν τό δραστικό μέρος τοῦ κείμενου. Ὁ ἀφηγητής αὐτός εἶναι κάποιος πού παθαίνει, ἕνας παθητικός μάρτυρας.

          Ἄλλο κείμενο, πάνω στό ἴδιο θέμα, θά πρότεινα τό ποίημα τοῦ Κ. Καβάφη «Ἕνας Θεός των»:

                    Ὅταν κανένας των περνοῦσεν ἀπ᾿ τῆς Σελευκείας

                    τήν ἀγορά, περί τήν ὥρα πού βραδιάζει,

                    σάν ὑψηλός καί τέλεια ὡραῖος ἔφηβος,

                    μέ τή χαρά τῆς ἀφθαρσίας μές στά μάτια,

                    μέ τ᾿ ἀρωματισμένα μαῦρα του μαλλιά,

                    οἱ διαβάται τόν ἐκύτταζαν

                    κι ὁ ἕνας τόν ἄλλονα ρωτοῦσεν ἄν τόν γνώριζε,

                    κι ἄν ἦταν Ἕλλην τῆς Συρίας, ἤ ξένος. Ἀλλά μερικοί,

                    πού μέ περισσοτέρα προσοχή παρατηροῦσαν,

                    ἐκαταλάμβαναν καί παραμέριζαν·

                    κ᾿ ἐνῶ ἐχάνετο κάτω ἀπ᾿ τές στοές,

                    μές στές σκιές καί μές στά φῶτα τῆς βραδυᾶς,

                    πιαίνοντας πρός τήν συνοικία πού τήν νύχτα

                    μονάχα ζεῖ, μέ ὄργια καί κραιπάλη,

                    καί κάθε εἴδους μέθη καί λαγνεία,

                    ἐρέμβαζαν ποιός τάχα ἦταν ἐξ Αὐτῶν,

                    καί γιά ποιάν ὕποπτην ἀπόλαυσί του

                    στῆς Σελευκείας τούς δρόμους ἐκατέβηκεν

                    ἀπ᾿ τά Προσκυνητά, Πάνσεπτα Δώματα.

          Ποιητικό ὑποκείμενο βέβαια ὑπάρχει, ὅμως πίσω ἀπό τό ποίημα, πού εἶναι μιά ἀφήγηση ὁρισμένου περιστατικοῦ. Τόπος, πρόσωπα, σχόλια. (Ἔτσι ἦταν, ἔτσι ἔγινε…) Μιά, θά λέγαμε, οὐδέτερη περιγραφή, χωρίς κανένα περιθώριο ἐγωκεντρισμοῦ.

          Ἑπόμενη δειγματοληψία ἀπό τό ἔργο τοῦ Λ. Πορφύρα. Τό ποίημά του «Στερνό παραμύθι»:

                    Πῆραν στρατί στρατί τό μονοπάτι,

                    Βασιλοποῦλες καί καλοκυράδες,

                    Ἀπό τίς ξένες χῶρες βασιλιάδες

                    Καί καβαλλάρηδες ἀπάνω στ᾿ ἄτι.

                    Καί γύρω  στῆς γιαγιᾶς μου τό κρεββάτι,

                    Ἀνάμεσ᾿ ἀπό δυό θαμπές λαμπάδες,

                    Περνούσανε καί σάν τραγουδιστάδες

                    Τῆς τραγουδοῦσαν -ποιος ξέρει; -κάτι.

                    Κανείς γιά τῆς γιαγιᾶς μου τήν ἀγάπη,

                    Δέν σκότωσε τό Δράκο ἤ τόν Ἀράπη,

                    Καί νά τῆς φέρει ἀθάνατο νερό.

                    Ἡ μάνα μου εἶχε γονατίσει κάτου·

                    Μ᾿ ἀπάνω -μιά φορά κ᾿ ἕναν καιρό-

                    Ὁ Ἀρχάγγελος χτυποῦσε τά φτερά του.

          Κι ἐδῶ πάλι ἔχουμε ποιητικό ὑποκείμενο μέσα στό ποίημα, ὅπως στό «Ρόδου μοσχοβόλημα» τοῦ Παλαμᾶ. Ἀλλά ὡς ὑλικό δομῆς καί ὄχι ὡς ἐγωτική προβολή. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή δέν ραγίζει, δέν σπάει τό ἀντικειμενικό ἄλλοθι τοῦ κείμενου. «Ἐγώ», μέ τήν ἔννοια τῆς φαντασιακῆς ἐκδοχῆς, τῆς ἐγωπαθητικῆς, δέν βγαίνει, δέν προβάλλει πρός τόν ἀναγνώστη.

          Ἄλλο δεῖγμα, ὁ πασίγνωστος «Μιχαλιός» τοῦ  Κ.Γ. Καρυωτάκη:

                    Τό Μιχαλιό  τόν πήρανε στρατιώτη.

                    Καμαρωτά ξεκίνησε κι ὡραῖα

                    μέ τό Μαρή καί μέ τόν Παναγιώτη.

                    Δέ μπόρεσε νά μάθει κάν τό «ἐπ᾿ ὤμου».

                    Ὅλο ἐμουρμούριζε:«Κυρ Δεκανέα,

                    ἄσε με νά γυρίσω στό χωριό μου».

                    Τόν ἄλλο χρόνο, στό νοσοκομεῖο

                    ἀμίλητος τόν οὐρανό κοιτοῦσε.

                    Ἐκάρφωνε πέρα, σ᾿ ἕνα σημεῖο ,

                    τό βλέμμα του νοσταλγικό καί πράο,

                    σά νά ᾿λεγε, σά νά παρακαλοῦσε:

                    «Ἀφῆστε με στό σπίτι μου νά πάω».

                    Κι ὁ Μιχαλιός ἐπέθανε στρατιώτης.

                    Τόν ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροι,

                    μαζί τους ὁ Μαρής κι ὁ Παναγιώτης.

                    Ἀπάνω του σκεπάστηκεν ὁ λάκκος,

                    μά τοῦ ἄφησαν ἀπέξω τό ποδάρι:

                    Ἦταν λίγο μακρύς ὁ φουκαράκος.

          Σχόλια στόν «Μιχαλιό» μᾶλλον δέν χρειάζονται. Πᾶμε ἔτσι σ᾿ ἕνα τελευταῖο δεῖγμα ἀπό τόν Μ. Σαχτούρη. Ἐπιγράφεται «Ἡ ἀποκριά»:

                    Μακριά σ᾿ ἕν᾿ ἄλλο κόσμο γίνηκε αὐτή ἡ ἀποκριά

                    τό γαϊδουράκι γύριζε μέσ᾿ στούς ἔρημους δρόμους

                    ὅπου δέν ἀνάπνεε κανείς

                    Πεθαμένα παιδιά ἀνέβαιναν ὁλοένα στόν οὐρανό

                    κατέβαιναν μιά στιγμή νά πάρουν  τούς ἀετούς τους

                                                                  πού τούς εἶχαν ξεχάσει

                    ἔπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμος

                    μάτωνε τίς καρδιές

                    μιά γυναίκα γονατισμένη

                    ἀνάστρεφε τά μάτια της σά νεκρή

                    μόνο περνοῦσαν φάλαγγες στρατιῶτες ἕν-δυό

                    ἕν-δυό μέ παγωμένα δόντια

                    Τό βράδυ βγῆκε τό φεγγάρι

                    ἀποκριάτικο

                    γεμάτο μίσος

                    τό δέσαν καί τό πέταξαν στή θάλασσα

                    μαχαιρωμένο

                    Μακριά σ᾿ ἕν᾿ ἄλλο κόσμο γίνηκε αὐτή ἡ ἀποκριά.

          Οὔτε γιά τό ποίημα αὐτό χρειάζονται, νομίζω, σχόλια. Δέν εἶναι παρά μιά ἔκθεση πραγμάτων.

          Τά παραπάνω ποιήματα δέν εἶναι τά μοναδικά τῆς κατηγορίας αὐτῆς. Ὁ Δ. Σολωμός ἔχει μόνιμα τήν τάση νά μένει ἀποτραβηγμένος στή σκιά. Τό «Ρόδου μοσκοβόλημα», καθώς καί ἡ ἀρχή τῆς «Φοινικιᾶς» εἶναι, ἄν δέν κάνω λάθος, οἱ μοναδικές περιπτώσεις πού ὁ Παλαμᾶς ξέχασε νά στηθεῖ μπροστά στόν ἀναγνώστη. Στόν Κ. Καβάφη συναντοῦμε κάμποσα ποιήματα ἀποστασιοποιημένου λόγου. Πολύ λιγότερα στόν Λ. Πορφύρα. Ὄχι ὅμως λιγότερα στόν Κ. Καρυωτάκη, ἐνῶ περισσότερα ἀπ᾿ ὅλους βρίσκουμε στόν Μ. Σαχτούρη. Πέρα ἀπό αὐτές τίς καθαρές περιπτώσεις, ἔχουμε καί ποιήματα πού εἶναι περίπου τῆς ἴδιας τάξης μέ τά παραπάνω. Π.χ., τό «Ἐδέησε νά διέλθουν τό δάσος» τοῦ Ν. Ἐγγονόπουλου, τό «Ὁ τόπος μας  εἶναι κλειστός» τοῦ Γ. Σεφέρη, «Ἡ Μαρίνα τῶν βράχων» τοῦ Ο. Ἐλύτη, τό «Ἄρχισε μιά σιγανή βροχή…» τοῦ Μ. Ἀναγνωστάκη, τό «Στό πλοῖο» τῆς Κ. Δημουλᾶ, τό «Μές στ᾿ αὐτοκίνητα» τοῦ Ν-Α. Ἀσλάνογλου, τό «Λαϊκή ἀγορά» τοῦ Τ. Πορφύρη, τό «Μέρες τοῦ 1437 μ.Χ» τοῦ Χ. Ρουμελιωτάκη. Καί πολλά ἄλλα.    Νωρίτερα, στήν ἀρχή, ἀναφέρθηκα κυρίως στίς «ρίζες τῆς ὑπάρξεως»,[8] στή δύναμη τοῦ ποιητῆ νά αἴρεται πάνω ἀπό τόν κοσμικό ἑαυτό του, πάνω ἀπό τίς προσωπικές ἀδυναμίες του. Πρόκειται γιά τό ἕνα σκέλος αὐτῆς τῆς ἐπίδοσης, ἀφήνοντας τό ἄλλο, τῆς ἔκφρασης, ἀσχολίαστο. Ἀσφαλῶς τό ἐκφραστικό μέρος δέν εἶναι παρωνυχίδα. Κάθε ἄλλο. Ἄς δοῦμε μέ λίγα λόγια τί συμβαίνει. Ὅταν τό ποιητικό ὑποκείμενο ἐπιδιώκει τήν ἔκφραση καθαυτή, χωρίς νά προβάλλει τόν ἑαυτό του, τότε ὅ,τι μένει πάνω στή σκηνή εἶναι κυρίως ἤ μόνο τά πράγματα. Θεωρητικά τά πράγματα, ὡς ποιητικό ὑλικό, ἐπισημάνθηκαν ἀπό τόν Τ. Ἄγρα στήν κριτική του γιά τόν Καρυωτάκη.[9] Πρακτικά ὡστόσο εἶχαν περάσει στήν ποίηση, ὅπως εἴδαμε, ἀπό τόν Δ. Σολωμό. Τί σημαίνει γράφω ποίηση μέ βάση τά πράγματα; Ἀρχικά θά ἔλεγα πώς σημαίνει ὅτι γράφω χρησιμοποιώντας ἐμπειρικό ὑλικό. Ναί, ἀλλά ὄχι ἀκριβῶς. Ἡ πείρα μᾶς λέει πώς σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση φτάνουμε σέ ποιοτικό ἀποτέλεσμα ὅταν οἱ λέξεις διαθέτουν καθαρό φορτίο. Ἐδῶ δέν εἶναι τό ἐμπειρικό μέρος πού προέχει, ἀλλά ἡ ἐνάργεια τοῦ λεκτικοῦ φορτίου. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή τά πράγματα ἀφοροῦν τό φορτίο τῶν λέξεων καί τῶν φράσεων στήν ἀποδοτικότερη ἀναφορική βαθμίδα.[10] Ἐναργές φορτίο  πληροφοριακά  δραστικό στόν ἀνότατο  βαθμό. Ἔτσι ὥστε τό ἀποτέλεσμα νά συνιστᾶ ἐκφραστικό ἐπίτευγμα ἁπλότητας καί πληρότητας. Οἱ ποιητές ὁδηγοῦνται σ᾿ αὐτόν τόν προσανατολισμό, ὄχι ἀπό θεωρητικούς δρόμους, ἀλλά ἀπό τό ποιητικό τους αἰσθητήριο. Ἀναζητώντας τό καλύτερο ἀποτέλεσμα, φτάνουν στήν ἔκφραση πραγμάτων ἀπό τή φορά τῆς προσπάθειάς τους. Ἐκεῖ, σ᾿ αὐτό τό σημεῖο, τούς φέρνει ἡ ἀνιχνευτική πορεία τῆς δουλειᾶς τους. Ἤ, ἀλλιῶς, καθώς δουλεύουν πάνω στίς δυνατότητες τοῦ λόγου, καταλήγουν σ᾿ αὐτή τή λύση, τήν ἔκφραση πραγμάτων. Ποιό θεματικό μονοπάτι ἀκολουθοῦν κάθε φορά γιά νά φτάσουν στόν σκοπό τους, εἶναι ζήτημα τῆς ἔμπνευσής τους.

                                                            Β

          Καί ἡ ἄλλη πλευρά; Αὐτή στήν ὁποία  ταξινομοῦνται ποιήματα μέ «ἐγώ»; Νά πῶ, ἀρχικά, πώς οἱ δυό πλευρές δέν χωρίζονται μέ μιά διαχωριστική γραμμή. Ἡ μετάβαση ἀπό τή μιά στήν ἄλλη δέν γίνεται μέ ἅλμα, ἀλλά μέ βαθμιαία ἀλλαγή. Μέ συνέπεια νά ἔχουμε ἀνάμεσά τους  μιά ζώνη, ὅπου τά ποιήματα ἀνήκουν καί δέν ἀνήκουν στή μία ἤ στήν ἄλλη κατηγορία. Ἤ, ἀλλιῶς, ἀνήκουν ὥς κάποιο βαθμό στή μία καί ταυτόχρονα ὥς κάποιο βαθμό στήν ἄλλη. Στό πλαίσιο αὐτῆς τῆς ζώνης οἱ διαχωρισμοί εἶναι δύσκολοι. Δέν εἶναι ὅμως τό ἴδιο στίς ἀκραῖες περιπτώσεις. Στίς ἀκραῖες περιπτώσεις, ἐπειδή ἡ διαφορά εἶναι αἰσθητή, ἔχουμε τό περιθώριο νά μιλήσουμε γιά διακριτά δεδομένα. Ἔτσι, σέ ποιήματα πού συνοδεύονται ἀπό ἕνα ἔντονο ἐγώ, ὁ ἀναγνώστης πού διαθέτει καλό ἀφτί πιάνει τό ἐγώ ὡς ἠχητική παρουσία, πέρα ἀπό τό «πληροφοριακό» μέρος τοῦ ποιητικοῦ ἱστοῦ.  Πράγματι τό ἠχηρό ἐγώ δέν ἀνήκει στήν ἐκφραστική διάσταση τοῦ ποιήματος. Ἡ ἔκφραστική πραγμάτωση ἑνός ποιήματος, σάν τό «Ἡ καταστροφή τῶν Ψαρῶν», ἔχει πλήρη ἐκφραστική ἐπάρκεια, στήν ὁποία ὁποιοδήποτε ἐγώ περισσεύει. Καί δέν περισσεύει ἁπλά, ἀλλά ἀποτελεῖ ἀλλότρια παρουσία. Γιατί τό ἐγώ σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση δέν εἶναι ἐκφραστικά ὁμόλογο μέ τόν ποιητικό ἱστό, δέν εἶναι μέρος τῆς ἔκφρασης, γιά τόν λόγο ὅτι δέν εἶναι ἐνδοποιητικῆς ὑφῆς.  Δέν ἐκφράζει τίποτε ἄλλο ἀπό τή θέληση τοῦ συγγραφέα νά δηλώσει τήν παρουσία του. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, ἡ εἰσβολή του μέσα στό ποίημα ἀποτελεῖ ξένο σῶμα, ἀλλότριο ἀπό τήν ἐκφραστική ποιότητα τοῦ κείμενου. Ἕνα παράδειγμα. Στό ποίημα τοῦ Α. Σικελιανοῦ «Στ᾿  Ὅσιου Λουκᾶ τό Μοναστήρι», ἔχουμε τίς ἀκόλουθες παρένθετες τρεῖς φράσεις: «-μάρτυράς μου νἄναι ὁ στίχος/ὁ ἁπλός κι᾿ ἀληθινός ἐτοῦτος στίχος,-» «(ἔτσι ὅπως τόειδα ὁ στίχος μου τό γράφει,/ὁ ἁπλός κι᾿ ἀληθινός ἐτοῦτος στίχος)» «-μάρτυράς μου νἄναι ὁ στίχος,/ὁ ἁπλός κι᾿ ἀληθινός ἐτοῦτος στίχος,-»[11] Αὐτές οἱ τρεῖς φράσεις πού λέγονται καί ξαναλέγονται, δέν προσθέτουν κάτι οὐσιαστικό στό «πληροφοριακό» σῶμα τοῦ ποιήματος. Οὔτε κἄν  ἀποτελοῦν ὀργανικό στοιχεῖο αὐτοῦ τοῦ σώματος, τό ὁποῖο ἀπό μόνο του ἔχει εὐκφραστική πληρότητα. Ἄν βγάλουμε τίς παραπάνω φράσεις, τό ποίημα, ἀπό ἐκφραστική ἄποψη, δέν παθαίνει τίποτα. Μάλιστα ἐλευθερώνεται ἀπό τή διακοπή τῆς ροῆς πού προκαλεῖ μιά ἐξωτερική παρέμβαση. Γιατί κανένας δέν ἀμφισβήτεῖ προκαταβολικά τήν ἀλήθεια τοῦ ὑπόλοιπου κείμενου. Ἄλλωστε τό κείμενο εἶναι ἤ δέν εἶναι πειστικό μέσα ἀπό τή δική του σύνθεση, καί ὄχι ἀπό τίς τρεῖς παρείσακτες φράσεις. Τό μόνο πού βγαίνει ἀπό τούς τρεῖς ἰσχυρισμούς τοῦ ποιητῆ εἶναι τό ἀσυγκράτητο ἐγώ του, πού, ὡς παρείσακτο, βλάπτει τήν ἑνότητα τῆς κειμενικῆς ροῆς. Εἶναι κάτι πού ὁ ἀναγνώστης τό νιώθει σάν ἀχρείαστη, τουλάχιστο, περίσσεια.

          Ἕνα διαφορετικό δεῖγμα ἀπό τούς Καημούς τῆς Λιμνοθάλασσσας τοῦ Κ. Παλαμᾶ· ἡ πρώτη στροφή ἀπό τό ποίημα «Τοῦ βιολιστῆ τοῦ Μπαταριᾶ τό ἐγκώμιο»:

                    Γειά σου, καημένε Μπαταριά, τῆς δοξαριᾶς τεχνίτη

                    κι ἀφέντη τοῦ βιολιοῦ!

                    Μέ ἐσένα Ρούμελη πλατιά τό στριμωμένο σπίτι

                    καί ξάγναντο ἀπό ψήλωμα τοῦ ὁλόδροσου Ζυγοῦ.

          Σ᾿ αὐτούς τούς στίχους παρατηρῶ ὅτι, ἀνάμεσα σέ ἄλλα, ἔχουμε δύο διακριτά δεδομένα. Ἀπό τό ἕνα μέρος μιά γενική καί ἀσαφή μορφή λόγου καί ἀπό τ᾿ ἄλλο μέρος ἕνα ἐγώ τοῦ ἐξώστη: ἕνα ἐγώ πού φωνάζει σάν νά ᾿χει ἕνα πλῆθος ἀκροατῶν μπροστά του. Αὐτό τό ἐγώ βγαίνει ἀπό ὅλη τή στροφή ὡς ἠχητικό ἐξαγόμενο. Δέν ἔχει ἐκφραστικό ἀποτέλεσμα, ἐνέχει ὅμως ἔντονη βούληση νά ἐπιδειχτεῖ. Ἡ ἠχητική ἔντασή του τείνει νά ὑποκαταστήσει τά ἐκφραστικά ψήγματα τῆς στροφῆς. Γιά νά γινει καλύτερα ἀντιληπτό αὐτό πού λέω, θά παραθέσω τήν πρώτη στροφή ἀπό τό ποίημα «Ὁ Μπαταριάς» τοῦ Μ. Μαλακάση:

                    Ὁ Μπουκουβάλας ὁ μικρός κι ὁ Κλής τοῦ Τσαγκαράκη

                                        κι ὁ Νίκος τοῦ Βρανᾶ

                    Σάββατο βράδυ κάποτε τό ᾿ριχναν στό μεράκι,

                                        στοῦ Βλάχου κουτσοπίνοντας κρυφά.

Ὅπως βλέπουμε, μιά πρώτη διαφορά εἶναι ἡ ἔλλειψη γενικοῦ καί ἀσαφοῦς λόγου, ἐνῶ ἀντίθετα ἔχουμε συγκεκριμένα στοιχεῖα περιγραφῆς. Μιά δεύτερη διαφορά εἶναι ἡ χαμηλή ἠχητική παρουσία τοῦ ποιητικοῦ ἐγώ. Τό ποίημα τοῦ Μαλακάση δέν εἶναι χωρίς καθόλου ἐγώ, βρίσκεται ὅμως σέ πολύ χαμηλότερη κλίμακα ἀπό ἐκείνη τοῦ Παλαμικοῦ. Ἐδῶ, στόν Μαλακάση, προέχει ἡ ἐκφραστική ὑπόσταση τοῦ ποιήματος, ἐνῶ ἐκεῖ, στόν Παλαμᾶ, προέχει τό ἠχηρό ἐγώ.

          Ἄλλο ἕνα δεῖγμα ἀπό τόν Προσκυνητῆ τοῦ Κ. Βάρναλη· «Χ» ἑνότητα, πρώτη στροφή:

                    Ἀπάνω ἀπ᾿ τῆς ψυχῆς Σου τό φαράγγι

                    (ποιος θά-ν τό κλείσει;) ἀκούω χαρᾶς τραγούδια.

                    Ἀνάδετος γιορτάσιμο σμιλάγγι [=βάτος],

                    τῶν ἤχων Ἥρωας μέ τά μαθητούδια

                    χορεύοντας, τή φθαρτική Σου ἀνάγκη

                    τοῦ λυτρωμοῦ, μέ φραστικά λουλούδια

                    Σ᾿ ἀντικρίζει! Χαιράμενος ἀστέρα

                    τό κορμί του ἀέρα γέμει τόν ἀέρα.

          Πάλι ἐξώστης, ἐκφραστική ἔνδεια, λόγια χωρίς οὐσιαστικό ἕρμα καί, πάνω ἀπ᾿ ὅλα, ἕνα ἐγώ ἔντονα αἰσθητό, πού, τελικά, εἶναι αὐτό πού σκεπάζει τή στροφή.

          Ἄλλο δεῖγμα ἀπό τήν Ὀκτάνα τοῦ Ἀνδρέα Ἐμπειρίκου, τό κείμενο «Τῶν ἐπιπτώσεων αἱ πτώσεις»:

                    Ὡς πτώσεις ἀγγέλων εἰς βάραθρα τῶν οὐρανῶν, ὡς κεραυνοί

                    ἤ ὡς πλήγματα ἐπάλληλα ραγδαίως πίπτοντα τῆς Μοίρας,

                    ἔπιπταν ἐπί τῶν πτώσεων αἱ πτώσεις καί ἔτσι ἀνέβλυσαν

                    (μοιραίως) στά χείλη τῶν Ἑλλήνων, μέ καθαράν καί πλήρη

                    προφοράν, μέ ἀκατάσχετον ὁρμήν, ὡς πάθους φλογεροῦ ἐκ-

                    σπερματώσεις, αἱ λέξεις: ἐ π ί π τ ω σ ι ς καί ἐ π ι π τ ώ σ ε ι ς.

          Τό πρῶτο πού βλέπουμε σ᾿ αὐτές τίς σειρές εἶναι ὁ ἀφηρημένος λόγος τους, κάτι πού ἐκφραστικά ἀποτελεῖ μεῖον γιά τόν ἀναγνώστη, εἴμαστε μακρυά ἀπό τήν «ἔκφραση πραγμάτων». Τό δεύτερο πού ἀκοῦμε εἶναι ἕνα ἠχηρό ἐγώ, παραγόμενο ἀπό τή ρητορική ὑφή τοῦ κείμενου. Κι ἐδῶ προέχει τό ἐγώ καί ὄχι τό συγκεκριμένο «πληροφοριακό» ὑλικό. Οὐσιαστικά αὐτό πού ἀκούγεται ἀπό τίς παραπάνω σειρές, πέρα ἀπό τόν βερμπαλισμό τους, εἶναι ἕνα ἐγώ παρορμητικό μέ κάμποσο ἐτσιθελισμό.

          Ἀκόμα ἕνα  δεῖγμα ἀπό τή συλλογή Ἀνατομία τοῦ Γ. Δάλλα, ἑνότητα «3»:

                    Βουβά μεσάνυχτα χωρίς σῆμα κινδύνου

                    Κι ἐσύ πετάχτηκες ἀπ᾿ ἔξω ἀπ᾿ τούς τροχούς κι

                              ἄφησες τή σκιά σου νά κομματιαστεῖ

                    Τότε πού ὁ χρόνος στραγγαλίστηκε γέρνοντας

                              πρός τή χλωροφορμισμένη αὐγή

                    καί μές στήν ἔκλειψη τοῦ δρόμου ἀόρατος

                              κλεπταποδόχος γύριζε καρφώνοντας

                    Τά νίκελ τῆς ἀστροφεγγιᾶς στίς ἐπωμίδες.

          Τώρα ἐδῶ παρατηροῦμε πώς τό κείμενο πάσχει ἀπό ἀσάφεια καί ἔλλειψη πραγματολογικοῦ εἱρμοῦ. Ὁ ἀναγνώστης μένει μέ πολλά ἐρωτήματα πάνω στό κατά πόσο ὁ ποιητής εἶχε στόχο μιά «ἔκφραση πραγμάτων». Μολαταῦτα ἀνάμεσα ἀπό τίς λέξεις, τίς φράσεις καί τίς σειρές, αἰσθάνεται ἕνα θεληματικό ἐγώ νά προβάλλει ἠχητικά διακριτό.

          Σάν τά παραπάνω πειστήρια θά μποροῦσα νά παραθέσω πολλά ἀπό Α. Βαλαωρίτη, ἀπό Κ. Παλαμᾶ ἀπό Α. Σικελιανό, ἀπό Κ. Βάρναλη, ἀπό Α. Ἐμπειρίκο, ἀπό Ο. Ἐλύτη (Ἄξιον Ἐστί) ἀπό Γ. Δάλλα,  ἀπό Ε. Κακναβάτο, ἀπό Δ. Χριστοδούλου κ.ἄ.

          Νά σημειωθεῖ πώς στούς ποιητές πού ἀνάφερα στό Α καί στό Β μέρος, δέν μετράει τό πρόσωπο πού εἶναι συνταγμένα τά κείμενά τους, ἄν δηλαδή εἶναι γραμμένα σέ πρῶτο πρόσωπο, σέ δεύτερο ἤ σέ τρίτο. Ἔτσι κι ἀλλιῶς τό ἐγώ γιά τό ὁποῖο μιλῶ ἀποτελεῖ ἐξωεκφραστική ὀντότητα. Ἐξωεκφραστική μέ τήν ἔννοια ὅτι δέν ἀφορᾶ τόν «πληροφοριακό» ποιητικό ἱστό. Εἴτε μιλοῦν, οἱ συγγραφεῖς, ἀπευθείας γιά «πράγματα» εἴτε ὄχι, ἡ παρουσία τοῦ ἐγώ γίνεται αἰσθητή ὡς ἠχώ τοῦ ποιητικοῦ ὑποκείμενου. Εἶναι, θά ἔλεγε κανείς, παράγωγο ὑποβολῆς πού ἀκολουθεῖ ὡς δορυφορική ὀντότητα τά κείμενα. Πρέπει νά πῶ ἀκόμα πώς οἱ συγγραφεῖς πού προανάφερα ὡς ἀντιπροσωπευτικοί τοῦ ἐγωκεντρικοῦ ἐγώ, δέν παύουν νά ἔχουν τήν ποιητική ἰδιότητα. Γιά τόν λόγο ὅτι τό ἔργο τους παρουσιάζει πολυμορφία, μέ πολλά σημεῖα διαφορετικῆς ποιητικῆς στάθμης. Γιατί ὑπάρχει σχετικότητα πού δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά δοῦμε ἰσοπεδωτικά τή δουλειά τους. Καί τελος γιατί δέν μπορεῖ νά ἀποκλειστεῖ μιά ἄλλη ὀπτική γωνία πάνω στήν ἐκφραστική προσπάθειά τους. Κι ἐδῶ ὁ πρῶτος λόγος ἀνήκει στή δικαιοδοσία τοῦ κάθε ἀναγνώστη.

                                                                                                    Πεδινή

                                                                                               Μάρτης 2021


[1] Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Ἡ τέχνη τοῦ στίχου,  μετάφραση Μαρία Τόμπρου, Πανεπιστημιακές Ἐκδόσεις Κρήτης, Ἡράκλειο 2006, σ. 84.

[2] Ἰάκωβος Πολυλᾶς, «Προλεγόμενα», στήν ἔκδοση Διονυσίου Σολωμοῦ, Ἅπαντα, πρῶτος τόμος, «Ποιήματα», ἐπιμέλεια-σημειώσεις Λίνος Πολίτης, Ἴκαρος, Ἀθήνα 1961, σ. 42.

[3] Κωστής Παλαμᾶς, «Σολωμός. Ἡ ζωή καί τό ἔργο του», Ἅπαντα, ἕκτος τόμος, Γκοβόστης, Ἀθήνα χ.χ., σ. 41.

[4] Γιάννης Ἀποστολάκης, Ἡ ποίηση στή ζωή μας, δεύτερη ἔκδοση [11923], Ἑστία, Ἀθήνα, χ.χ., σσ. 96, 104.

[5] Γιῶργος Σεφέρης, «Γράμμα σ᾿ ἕναν ξένο φίλο», Δοκιμές, δεύτερος τόμος, Ἴκαρος, Ἀθήνα 1981, σ. 18. Καί Γιῶργος Σεφέρης, «Κ.Π.Καβάφης, Θ.Σ. Ἔλιοτ· παράλληλοι». Δοκιμές, πρῶτος τόμος, Ἴκαρος, Ἀθήνα 1981, σ. 344.

[6] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Τά σύγχρονα ποιητικά καί καλλιτεχνικά προβλήματα», Ἀνοιχτά χαρτιά, Ἀστερίας, Ἀθήνα 1974, σ. 394.

[7] Τάκης Σινόπουλος, Χρονικό ἀναγνώσεων, Βιβλιοκρισίες γιά τή μεταπολεμική ποίηση, ἐπιμέλεια Εὐριπίδης Γαραντούδης-Δώρα Μέντη, Σοκόλης, Ἀθήνα 1999, σσ. 161, 163, 205.

[8] Τέλλος Ἄγρας, «Γεώργιος Δροσίνης», Κριτικά, δεύτερος τόμος, φιλολογική ἐπιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος, Ἑρμῆς, Ἀθήνα 1981, σ. 58. Ὅπου τό ἀκόλουθο ἀπόσπασμα: «Ἴσως σέ κάτι μᾶς ὠφέλησαν τά χρόνια μας. Μᾶς ἔφεραν σ᾿ ἐπαφή μέ τήν πραγματικότητα (καί μέ τί πραγματικότητα!), γυμνούς ἀπό κάθε ‘φιλολογία’’, -μᾶς ἔκαναν ἀνθρώπους καί τίποτε ἄλλο. Ἔτσι ἀγγίσαμε τίς ρίζες τῆς ὑπάρξεως, ἔτσι αἰσθανθήκαμε τήν εὐτυχία καί τή δυστυχία, τόν πόνο καί τήν ἡδονή, τήν ἀμφιβολία καί τήν ἀπόγνωση, τόν θάνατο…Ὅλες οἱ ἄλλες ἀξίες εἶχαν ἔρθει ὑψηλότερα ἀπό τά Γράμματα -κ᾿ ἐπικοινωνήσαμε τή ζωή μας μ᾿ αὐτές.»

[9] Τέλλος Ἄγρας, «Ὁ Καρυωτάκης καί οἱ ‘‘Σάτιρες’’», Κριτικά, δεύτερος τόμος, ὅ.π., σσ. 200-221.

[10] Ποιά λέξη χρησιμοποιεῖς, τί φορτίο διαθέτει, τί ὑποδηλώνει καί τί ὄχι, πῶς συνεργάζεται μέ τίς γειτονικές της, αὐτός εἶναι ὁ κόμπος πού πρέπει νά λυθεῖ. Κι αὐτό δέν πραγματώνεται μέ θεωρητικές γνώσεις, ἀλλά μέ τήν αἰσθαντικότητα τῆς γλώσσας πού διαθέτεις ἤ δέν διαθέτεις.

[11] Ἄγγελος Σικελιανός, «Στ᾿  Ὅσιου Λουκᾶ τό μοναστήρι», Ἀντίδωρο, Γαλαξίας, Ἀθήνα 1961, σσ. 157-158.

This entry was posted in Κριτική Δοκιμίων. Bookmark the permalink.