Διαβάζοντας ἕνα ποίημα

Διαβάζοντας ἕνα ποίημα

Ἐπειδή δέν ἔχει δημοσιευτεῖ ἀκόμα σέ νέα συλλογή τοῦ ποιητῆ, τό παραθέτω ὁλόκληρο.

Εἶπα σέ μιά Γύφτισσα
θέλω νά γίνω γύφτος
νά σέ πάρω

Μπορεῖς μοῦ λέει νά φᾶς γιά βράδυ
χόρτα πικρά χωρίς ἁλάτι
κι ἔπειτα νά πραγιάσεις;

Μπορῶ τῆς λέω

Μπορεῖς μοῦ λέει νά πλαγιάσεις
χωρίς νά κλαῖς ἀπό τό κρύο
πάνω στήν παγωμένη λάσπη;

Μπορῶ τῆς λέω

Μπορεῖς μοῦ λέει πάνω στή λάσπη
νά μοῦ ἀνάψεις τό κορμί
καί νά τό κάμεις στάχτη;

Αὐτό κι ἄν τό μπορῶ τῆς λέω.

Μπορεῖς μοῦ λέει τή στάχτη μου
νά τί ρίχνεις στό κρασί σου
καί νά μεθᾶς πολύ, νά μέ ξεχνᾶς;

Ὄχι αὐτό, δέν τό μπορῶ τῆς λέω

Γύφτος δέ γίνεσαι μοῦ λέει.

Ὅταν πρώτη φορά τό ἄκουσα ἀπό στόμα τοῦ ποιητῆ, μοῦ ἄφησε τήν ἐντύπωση μιᾶς κλειστῆς νοηματικά καί ἐκφραστικά σύνθεσης. Μέ τήν ἔννοια ὅτι ἦταν ἔτσι πλήρης στήν ἁπλότητά της, πού καθιστοῦσε ἀτελέσφορες τίς ἑρμηνεῖες. Σάν μιά ὁλοκληρωμένη μορφή γιά τήν ὁποία νιώθεις ὅτι σ᾿ ἀρέσει, ἀλλά δέν ἔχεις τίποτα περισσότερο νά πεῖς. Τήν ἴδια ἐντύπωση εἶχα καί ἀργότερα, ὅταν διάβασα τό ποίημα τυπωμένο στό περιοδικό Νέο Ἐπίπεδο. Δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά πού νιώθω ἔτσι μπροστά σέ κείμενα τοῦ ἴδιου ποιητῆ ἤ, συναφή, ἄλλων. Τά ποιήματα αὐτά, ὡς θέμα καί προφανές νόημα, εἶναι ἁπλά, ἁπλούστατα. Τόσο πού σέ κάνουν νά ἀναρωτιέσαι ποιό εἶναι τό μυστικό τους. Γιατί, παρ᾿ ὅλη τήν ἁπλότητά τους, σοῦ βιδώνονται κάπως μέσα σου καί σέ τριβελίζουν. Θυμίζω μερικά πασίγνωστα τέτοια ποιήματα. «Ρόδου μοσκοβόλημα» τοῦ Κ. Παλαμᾶ, «Ὁ Μιχαλιός» τοῦ Κ. Καρυωτάκη, «Οἱ κακοί ἔμποροι» τοῦ Δ. Ἀντωνίου, «Τό ναυάγιο» τοῦ Μ. Ἀναγνωστάκη, «Ἡ σκηνή» τοῦ Μ. Σαχτούρη, ἡ «Ἰτιά» τοῦ Μ. Μέσκου.
Νά ἐπανέλθω ὅμως στό συγκεκριμένο ποίημα. Τό θέμα του ἔχει νά κάνει μέ τήν κουβέντα ἑνός ἄντρα (λευκῆς σίγουρα φυλῆς) μέ μιά τσιγγάνα. Ὁ ἄντρας λέει στήν στιγγάνα πώς θέλει νά γίνει τσιγγάνος καί νά τήν πάρει γυναίκα του. Ἐκείνη τοῦ ἀπαριθμεῖ τίς δυσκολίες πού ἔχει ἡ τσιγγάνικη ζωή κι ὁ ἔρωτας. Ὁ ἄντρας ἀπαντάει πώς μπορεῖ νά τά κένει ὅλα ἐκτός ἀπό τό τελευταῖο, νά ρίχνει τή στάχτη της στό κρασί του καί νά μεθάει πολύ καί νά τήν ξεχνάει. Χωρίς τό τελευταῖο λέει ἡ γυναίκα «Γύφτος δέν γίνεσαι».
Τό προφανές νόημα, ὅπως τό βλέπω, μᾶς λέει πώς τό αἷμα νερό δέν γίνεται. Τσιγγάνος δέν γίνεται κανείς, ἐπειδή ἀποφασίζει περιστασιακά, ἀλλά γεννιέται.
Πέρα ἀπό αὐτά τό ποίημα, στό ἐπίπεδο τῆς ἐκλογίκευσης, ἐπιδέχεται διάφορες προσεγγίσεις. Ὑπάρχει τό ζήτημα τῶν ὅρων πού θέτει ἡ γυναίκα στόν ἄντρα ὡς δοκιμαστήριο τῆς ἀπόφασής του καί τῆς ἀγάπης του. Ὑπάρχει ἔπειτα τό ζήτημα τῆς ἀποκλειστικότητας καί τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἔρωτα. Ὑπάρχει προπάντων τό ὑπαρξιακό πρόβλημα τῶν ὁρίων πού, σύμφωνα μέ τό ποίημα, τά σωματικά εἶναι λιγότερο ἀξεπέραστα ἀπό τά ψυχικά. Καί τέλος τά ὅρια τῆς διαθεσιμότητάς μας, ὅταν πρόκειται νά παίξουμε κορόνα-γράμματα τήν ὑπόστασή μας.
Ὅλα αὐτά εἶναι καλά καί ἐνδιαφέροντα, θά ἦταν ὅμως περισσότερο ἁπτά ἄν διατυπώνονταν μέ ἐκλογικευμένο τρόπο παρά μέ ποιητικό. Ἄν τό ποίημα ἔχει κάποια ἀξία ὡς ποίημα τήν ἔχει πέρα ἀπό τίς διάφορες λογικές ἑρμηνεῖες πού ἐπιδέχεται. Αὐτές φυσικά δέν τίς ἀρνεῖται, ἀλλά οὔτε τίς προσυπογράφει. Θά πρέπει πρῶτα πρῶτα νά παρατηρήσει κανείς ὅτι τό ποίημα ἀνάγεται σέ πράξη καί ὄχι σέ θεωρία. Μιά πράξη μάλιστα πού θά ᾿λεγα πώς ἀποτελεῖ τήν αἰχμή τοῦ δόρατος, καθώς συντίθεται ἀπό λίγα, ἐνῶ ταυτόχρονα προϋποθέτει πολλά. Ὁ λιτός τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐκφέρεται ὁ διάλογος ἀνάμεσα στόν ἄντρα καί στή γυναίκα προκαλεῖ τήν αἴσθησή μας καί δέν τήν ἀφήνει νά ξεστρατήσει ἀπό τά λεγόμενα. Δέν διανοούμαστε τόσο, ὅταν διαβάζουμε τό ποίημα, ὅσο παρακολουθοῦμε ἄμεσα, δηλαδή μέ ὅλο τό εἶναι μας, τό πέρασμα τοῦ λόγου ἀπό τό ἕνα πρόσωπο στό ἄλλο. Γιατί ἔχουμε ἐνδόμυχα τή συναίσθηση ὅτι εἴμαστε μάρτυρες μιᾶς ἐξέλιξης πού κατά κάποιον ἔμμεσο καί ἀφανή τρόπο μᾶς ἀφορᾶ. Σέ αὐτό συντελεῖ τό ἴδιο τό ποίημα πού ἀπό τό ἕνα μέρος δέν εὐνοεῖ τίς ἐκλογικεύσεις καί ἀπό τό ἄλλο ἐκφράζει ὁρισμένη δοκιμασία. Ἔτσι, ὅταν φτάνει κανείς στούς δυό τελευταίους στίχους του, ὁλοκληρώνει τήν ἀνάγνωσή του ἀπό τή μεριά μιᾶς μᾶλλον βιωματικῆς μέθεξης.
«Αὐτό, ὄχι δέν τό μπορῶ τῆς λέω». Στό μεταξύ ὁ ἄντρας ἔχει περάσει ὑποθετικά, ἀλλά ὡς πραγματοποιήσιμο ἐνδεχόμενο, ἀπό ὁλόκληρο καθαρτήριο. Ἔχει δεχτεῖ νά τρώει γιά βράδι χόρτα πικρά χωρίς ἁλάτι καί νά πλαγιάζει χωρίς νά κλαίει πάνω στήν παγωμένη λάσπη. Καί πάνω στήν παγωμένη λάσπη νά ἀνάβει τό κορμί τῆς γυναίκας μέχρι νά τό κάνει στάχτη. Μαζί φυσικά μέ ὅλες τίς ἄλλες συναφεῖς ἰδιορρυθμίες τῆς τσιγγάνικης ζωῆς. Ὥς ἐδῶ ὁ ἄντρας ἀπαντάει σέ ἐρωτήματα-ὅρους, πού ἀφοροῦν κατ᾿ ἐξοχήν τά ὅρια τῆς σωματικῆς ἀντοχῆς του. Καί ἀποκρίνεται θετικά: γιά νά γίνει τσιγγάνος δέχεται καί μπορεῖ νά σηκώσει αὐτές τίς δοκιμασίες. Καί μάλιστα χωρίς δισταγμό. Ἐξάλλου τήν περίπτωση τῆς ἀκραίας ἐρωτικῆς ἀνταπόκρισης φαίνεται νά τή βλέπει μᾶλλον ὡς ἔπαθλο τῶν προηγούμενων στάδιων. Ἔχουμε λοιπόν ἕνα ἄτομο πού εἶναι ἀποφασισμένο νά περάσει τά σύνορα τῆς φυλῆς του γιά νά ἐκπληρώσει μιά ὑπέρτατη ἐπιθυμία του. Στήν τελευταία ὡστόσο ἐρώτηση τῆς τσιγγάνας, ἄν μπορεῖ νά ρίχνει τή στάχτη τῆς ἐρωτικῆς λάβας της στό κρασί του γιά νά τήν ξεχνάει, ὁ ἄντρας αὐτός λέει «ὄχι». Τί νά σημαίνει τάχα αὐτός ὁ αἰνιγματικός ὅρος τῆς τσιγγάνας; Νά σημειωθεῖ πώς ἡ λέξη «στάχτη» ἐδῶ δέν μπορεῖ νά ἔχει παρά μόνο μεταφορική σημασία -ἐρωτική στάχτη στήν κυριολεξία δέν ὑπάρχει. Εἶναι γνωστό ἐξάλλου πώς ἡ στάχτη τοῦ τσιγάρου στό κρασί προκαλεῖ βαρύ μεθύσι. Ἄς δοῦμε ὅμως τί λένε τά πραγματολογικά δεδομένα. Ἀπό πρώτη ἄποψη τουλάχιστο φαίνεται ἀντιφατικό ἀπό τό ἕνα μέρος νά ζητάει κανείς ἀκραία ἐνεργητικό ἐρωτικό ρόλο καί ἀπό τ᾿ ἄλλο μέρος νά ζητάει ταυτόχρονα ἐρωτική λησμονιά. Ἡ γυναίκα πάντως δέν ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ πώς θά ἦταν μονογαμικός σύντροφος στόν ἔρωτα τοῦ ἄντρα. Κι αὐτό μπορεῖ νά ὑπονοεῖ πώς στόν δικό της κόσμο ἐπικρατεῖ ἀσυνήθιστη ἐρωτική ἐλευθερία ἤ πώς ἡ ἴδια διεκδικεῖ αὐτή τήν ἐλευθερία ἀπόλυτα καί συνεπῶς χωρίς ὅρια. Ἴσως ὅμως ἡ γυναίκα αὐτή νά θέλει ἁπλῶς νά δεῖ ὡς ποῦ φτάνει ἡ ἀγάπη τοῦ ἄντρα καί ἡ ἐπιθυμία του νά γίνει τσιγγάνος. Ἄν δηλαδή φτάνει ὡς τό σημεῖο νά ξεγυμνωθεῖ ἀπό κάθε ὑπόλοιπο κοινωνικῆς ἀξιοπρέπειας καί προσωπικοῦ ἐγωισμοῦ, ὥστε ἔτσι μηδενισμένος ἀπό τά κεκτημένα του νά ἐνστερνιστεῖ πλήρως τό ἰδεῶδες τῆς ράτσας της καί τοῦ φύλου της. Ἴσως ἡ αἰνιγματική ρήση της νά σημαίνει καί πολλά ἄλλα. Ὁ ἄντρας πάντως στό σημεῖο αὐτό αἰσθάνεται νά τόν ἐγκαταλείπουν οἱ ψυχικές του δυνάμεις καί ἀποκρίνεται ἀρνητικά. Μιά ἀπόκριση πού μέσα στό κείμενο, κι αὐτό ἔχει σημασία, δέν χτυπάει φάλτσα στό αὐτί ἐνῶ ἀντίθετα ἀνεβάζει κατακόρυφα τήν ἔνταση.
Ἐπειδή αὐτός ὁ τελευταῖος ὅρος εἶναι σχεδόν ἀπάνθρωπος κι ἐπειδή οἱ προηγούμενοι ἦταν ἰδιαίτερα σκληροί, θά περίμενε κανείς ἡ ἐτυμηγορία τῆς τσιγγάνας νά ἦταν μετριασμένη. Μολαταῦτα ἡ ἀπάντισή της ἔρχεται κοφτή σάν μαχαιριά: «Γύφτος δέ γίνεσαι». Μέ τήν τελευταία φράση ὁ καθένας, φαντάζομαι, θά αἰσθάνεται μέσα του ἐκεῖνο τό κάποιο χτύπημα πού νιώθουμε μπροστά σέ μικρές ἤ μεγάλες καταστροφές πού τυχαίνει νά εἴμαστε μάρτυρες. Δέν νομίζω πώς θά ἔριχνε ἄδικο κανείς στήν τσιγγάνα. Αὐτή εἶναι ἐδῶ τό βαρόμετρο τῶν δυνητικῶν διεκδικήσεων κάποιου πού ἐκπροσωπεῖ τό εἶδος της. Ἄν ἡ καταστροφή πού προανάφερα μᾶς ἀγγίζει, εἶναι γιατί ἔχουμε ἀνοιχτούς προσωπικούς λογαριασμούς μαζί της. Τό ζήτημα τῆς ἐλευθερίας, μέ τήν ὑπαρξιακή ἔννοια, εἶναι καθημερινό καί μᾶς καθορίζει πολύπλευρα καί σέ βάθος. Εἶναι οὐσιαστικά τό ὑπαριθμόν ἕνα ζήτημα ἀπό τό ὁποῖο ἐξαρτιέται ἡ ποιότητα τῆς ζωῆς μας.
Θά ἔλεγε κάποιος πώς σύμφωνα μέ τά προηγούμενα ἡ τσιγγάνα τοῦ ποιήματος συμβολίζει τήν ἐλευθερία, τό ἀνεξάρτητο πνεῦμα. Ἀρκεῖ ὡστόσο νά διατυπωθεῖ μιά τέτοια γνώμη καί ἀμέσως ἐνεργεῖ περιοριστικά. Οἱ συμβολισμοί στήν περιοχή τῆς τέχνης, ὡς ἐκφραστικά στοιχεῖα πού λειτουργοῦν αἰσθητικά, εἶναι θεμιτοί καί καλοδεχούμενοι. Ἀντίθετα, οἱ θεωρητικές γενικεύσεις τους μᾶς ἀπομακραίνουν ἀπό τήν ἄμεση ἐπαφή μέ τά ἴδια τά ἔργα καί μᾶς προσανατολίζουν πρός εὔκολες νοητικές κατασκευές. Ἔτσι δέν μένει παρά νά δεῖ κανείς τό ποίημα, γιά τό ὁποῖο μιλῶ, ὡς σύνθεση ὅλων τῶν συστατικῶν του καί ὡς ἔκφραση ἑνός γίγνεσθαι καί ὄχι μιᾶς κεντρικῆς ἰδέας.
Τό ποίημα ἐπιγράφεται «Τῆς Γύφτισσας» καί εἶναι τοῦ ποιητῆ Γιώργη Παυλόπουλου. Στή συλλογή του Τό σακί ὑπάρχει ἕνα ποίημα μέ τίτλο «Γύφτικο τραγοὐδι», τοῦ ὁποίου οἱ δυό πρῶτοι στίχοι του εἶναι: «Τόν ξέκανε ἡ πείνα / κι ὁ ἔρωτας στό χῶμα» Πρόκειται ὅμως γιά ἄλλης ὑφῆς κείμενο.
Ἄν διακρίνω σωστά, ὑπάρχει στό ἔργο τοῦ Παυλόπουλου μιά ὁρισμένη τάση, τῆς ὁποίας ἀντιπροσωπευτικό δεῖγμα εἶναι τό ποίημα «Τῆς Γύφτισσας». Έκδηλώνεται σχεδόν ταυτόχρονα μέ τά πρῶτα γραφτά του καί τήν ἐντοπίζει κανείς ἤδη στό πρῶτο ποίημα τῆς πρώτης συλλογῆς του Τό κατώγι. Ἡ τάση αὐτή, ὁ ἰδιαίτερος ποιητικός προσανατολισμός, φτάνει μέ τόν καιρό σέ ἐντελέστερα ἀποτελέσματα καί μαζί μέ τήν παράλληλη ὀνειρική τάση, ἀποτελοῦν βασικό γνώρισμα τῆς τέχνης τοῦ ποιητῆ. Τά ποιήματα πού ἀνήκουν στήν κατηγορία «Τῆς Γύφτισσας» χαρακτηρίζονται ἀπό μιά αἰνιγματική ἁπλότητα. Ἀπό τήν πλευρά τῆς ἁπλότητας θά τά ἔλεγα ποιήματα-μονοκοντυλιές. Κάπως ἀνάλογα μ᾿ ἐκείνη τή μονοκοντυλιά τοῦ Πικάσο πού, μέ μιά συνεχόμενη γραμμή, σχεδίασε ἕναν ταῦρο. Ἀπό τήν πλευρά τῆς αἰνιγματικότητας ἔχουν κάτι τό ἄπιαστο. Ἄν καί ἁπτά στήν κατ᾿ αἴσθηση προσέγγιση, παρουσιάζονται ἀνοίκεια στή νόηση σάν κλειστοί κύκλοι πού δέν ἀναλύονται σέ τίποτα ἄλλο ἀπό τήν κυκλικότητά τους, δηλαδή στό ἴδιο τό σχῆμα τους. Αὐτό συμβαίνει ὅταν θέλει κάποιος νά προσδιορίσει τό ποιοτικό εἶναι τους. Ἀπό τ᾿ ἄλλο μέρος αὐτή ἡ αἰνιγματικότητα συνιστᾶ πρόκληση γιά τή σκέψη. Γιατί μοιάζει μέ ἔμμεσο ἀνοιχτό ἐρώτημα τό ὁποῖο αὐτόματα προδιαθέτει ἀπαντητικά τόν νοῦ.
Τελειώνοντας θά ἤθελα νά πῶ ὅτι τό ποίημα «Τῆς Γύφτισσας» εἶναι πρόσφατο. Ἐντούτοις ἔχει σταδιοδρομήσει ἤδη κατά τρόπο ἐντυπωσιακό. Ἔχει δημοσιευτεῖ σέ δυό περιοδικά: στά περιοδικά Σημεῖο τῆς Κύπρου καί Νέο Ἐπίπεδο τῆς Ἀθήνας. Καί ἔχει μεταφραστεῖ σέ τέσσερεις γλῶσσες, Ἀγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά καί Ἰσπανικά. Στό μεταξύ καί ὁ ποιητής τό τύπωσε, σέ μιά ἰδιαίτερα καλαίσθητη ἔκδοση, ἐκτός ἐμπορίου καί σέ λίγα ἀντίτυπα.

Ἐφημερίδα «Ἡ Καθημερινή» (Βιβλίο), Τρίτη 27 Αὐγούστου 1996.

This entry was posted in Κριτική Ποίησης. Bookmark the permalink.